παρήορος: Difference between revisions

From LSJ

θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (elru replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parioros
|Transliteration C=parioros
|Beta Code=parh/oros
|Beta Code=parh/oros
|Definition=so in Ep. and Ion., but Dor. and Att. παράορος [<b class="b3">ρᾱ], ον</b> (as always in Trag.), also Dor. πάρᾱρος <span class="bibl">Theoc.15.8</span> : ([[παραείρω]], cf. [[συνήορος]]) : -<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[joined]] or [[hung beside]] : hence [[παρήορος]] (sc. [[ἵππος]]), [[horse which draws by the side of the regular pair]] (ξυνωρίς), [[outrunner]], = [[σειραφόρος]], <span class="bibl">Il.16.471</span>,<span class="bibl">474</span>, <span class="bibl">D.H.7.73</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[lying along]], [[outstretched]], [[sprawling]], ἔκειτο π. ἔνθα καὶ ἔνθα <span class="bibl">11.7.156</span> ; ἀχρεῖον καὶ π. δέμας κεῖται <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>365</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> metaph., [[reckless]], [[senseless]], οὔ τι π. οὐδ' ἀεσίφρων <span class="bibl">Il.23.603</span>, cf. Theoc. l.c. ; π. ὄμμα τιταίνειν <span class="bibl">Tryph.371</span> ; <b class="b3">νόου παρήορος</b> [[distraught]], <span class="bibl">Archil.56.5</span>.</span>
|Definition=so in Ep. and Ion., but Dor. and Att. [[παράορος]] [ρᾱ], ον (as always in Trag.), also Dor. πάρᾱρος Theoc.15.8: ([[παραείρω]], cf. [[συνήορος]]): -<br><span class="bld">A</span> [[joined]] or [[hung beside]]: hence [[παρήορος]] (''[[sc.]]'' [[ἵππος]]), [[horse which draws by the side of the regular pair]] ([[ξυνωρίς]]), [[outrunner]], = [[σειραφόρος]], Il.16.471,474, D.H.7.73.<br><span class="bld">II</span> [[lying along]], [[outstretched]], [[sprawling]], ἔκειτο π. ἔνθα καὶ ἔνθα 11.7.156; ἀχρεῖον καὶ π. δέμας κεῖται [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''365.<br><span class="bld">III</span> metaph., [[reckless]], [[senseless]], οὔ τι π. οὐδ' ἀεσίφρων Il.23.603, cf. Theoc. [[l.c.]]; π. ὄμμα τιταίνειν Tryph.371; <b class="b3">νόου παρήορος</b> [[distraught]], Archil.56.5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>propr.</i> suspendu en dehors, <i>d'où</i><br /><b>1</b> ὁ [[παρήορος]] ([[ἵππος]]) cheval de volée <i>ou</i> de main;<br /><b>2</b> [[étendu à côté]], [[hors du chemin]];<br /><b>3</b> <i>fig.</i> qui a l'esprit égaré.<br />'''Étymologie:''' [[παραείρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρήορος -ον, Dor. παρᾱ́ορος en πάρᾱρος &#91;[[παρά]], [[ἀείρω]]] erbij hangend; subst. ὁ παρήορος bijpaard. uitgestrekt:. ἔκειτο παρήορος ἔνθα καὶ ἔνθα hij lag uitgestrekt naar alle kanten Il. 7.156. overdr. dwaas.
}}
{{elru
|elrutext='''παρήορος:''' <b class="num">II</b> ὁ (sc. [[ἵππος]]) пристяжная лошадь Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρήορος''': (οὐχὶ παρῄορος), Δωρ. [[παράορος]], ον, ὁ [[δεύτερος]] [[οὗτος]] [[τύπος]] ἀείποτε παρὰ Τραγ., παρὰ δὲ μεταγεν. ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] [[παρηόριος]], ον. ([[παραείρω]], πρβλ. [[συνήορος]], [[μετήορος]] = [[μετέωρος]])˙ -συνημμένος ἢ συνηρτημένος· [[ὅθεν]] [[παρήορος]] (ἐξυπακ. [[ἵππος]]), ὁ δεδεμένος παρὰ τὸ σύνηθες [[ζεῦγος]], (τὴν ξυνωρίδα), ἀλλαχοῦ [[παράσειρος]], [[σειραφόρος]], Ἰλ. Π. 471, 474˙ πρβλ. [[παρηορία]]. ΙΙ. εἰς [[μῆκος]] ἐκτεταμένος, ἐξηπλωμένος, ἔκειτο [[παρήορος]] [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] Ἰλ. Η. 156˙ ἀχρεῖον καὶ παράορον [[δέμας]] κεῖται Αἰσχύλ. 363˙ - [[οὕτως]] ἐπὶ πλοίου, τὴν δὲ (δηλ. τὴν Ἀργὼ) παρηορίην κόπτειν [[ῥόος]], μετέωρον ὤθει πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὁ [[ῥοῦς]] τῶν κυμάτων, Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 943. ΙΙΙ. μεταφορ., (ἐκ τοῦ ὅτι ὁ [[παρήορος]] [[ἵππος]] συνήθως ἐγαυρία καὶ ἀνεπήδα), [[ἀπερίσκεπτος]], [[ἄφρων]], [[ἀνόητος]], [[ἐπεὶ]] οὔ τι [[παρήορος]] οὐδ’ [[ἀεσίφρων]] [[ἦσθα]] [[πάρος]] Ἰλ. Ψ. 603˙ πεπλανημένος, ἥ τε θεῷ πληγεῖσα παρήορον [[ὄμμα]] τιταίνει, Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 371˙ οὕτω, παρηόριον [[νόημα]] Ἀνθολ. Π. 9. 603˙ - ἐν Ἀρχιλ. 51, νόου [[παρήορος]], ἔξω φρενῶν, [[παράφρων]], - ὁ Θεόκρ. 15. 8 ἔχει τὸν Δωρ. τύπον [[πάραρος]] ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας καὶ ὁ Ἡσύχ. ἔχει : «παρηρία˙ [[μωρία]]» καὶ «παραρεῖν˙ φληναφεῖν». - Πρβλ. [[παραείρω]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 35.
|lstext='''παρήορος''': (οὐχὶ παρῄορος), Δωρ. [[παράορος]], ον, ὁ [[δεύτερος]] [[οὗτος]] [[τύπος]] ἀείποτε παρὰ Τραγ., παρὰ δὲ μεταγεν. ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] [[παρηόριος]], ον. ([[παραείρω]], πρβλ. [[συνήορος]], [[μετήορος]] = [[μετέωρος]])˙ -συνημμένος ἢ συνηρτημένος· [[ὅθεν]] [[παρήορος]] (ἐξυπακ. [[ἵππος]]), ὁ δεδεμένος παρὰ τὸ σύνηθες [[ζεῦγος]], (τὴν ξυνωρίδα), ἀλλαχοῦ [[παράσειρος]], [[σειραφόρος]], Ἰλ. Π. 471, 474˙ πρβλ. [[παρηορία]]. ΙΙ. εἰς [[μῆκος]] ἐκτεταμένος, ἐξηπλωμένος, ἔκειτο [[παρήορος]] [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] Ἰλ. Η. 156˙ ἀχρεῖον καὶ παράορον [[δέμας]] κεῖται Αἰσχύλ. 363˙ - [[οὕτως]] ἐπὶ πλοίου, τὴν δὲ (δηλ. τὴν Ἀργὼ) παρηορίην κόπτειν [[ῥόος]], μετέωρον ὤθει πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὁ [[ῥοῦς]] τῶν κυμάτων, Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 943. ΙΙΙ. μεταφορ., (ἐκ τοῦ ὅτι ὁ [[παρήορος]] [[ἵππος]] συνήθως ἐγαυρία καὶ ἀνεπήδα), [[ἀπερίσκεπτος]], [[ἄφρων]], [[ἀνόητος]], [[ἐπεὶ]] οὔ τι [[παρήορος]] οὐδ’ [[ἀεσίφρων]] [[ἦσθα]] [[πάρος]] Ἰλ. Ψ. 603˙ πεπλανημένος, ἥ τε θεῷ πληγεῖσα παρήορον [[ὄμμα]] τιταίνει, Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 371˙ οὕτω, παρηόριον [[νόημα]] Ἀνθολ. Π. 9. 603˙ - ἐν Ἀρχιλ. 51, νόου [[παρήορος]], ἔξω φρενῶν, [[παράφρων]], - ὁ Θεόκρ. 15. 8 ἔχει τὸν Δωρ. τύπον [[πάραρος]] ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας καὶ ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «παρηρία˙ [[μωρία]]» καὶ «παραρεῖν˙ φληναφεῖν». - Πρβλ. [[παραείρω]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 35.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>propr.</i> suspendu en dehors, <i>d’où</i><br /><b>1</b> ὁ [[παρήορος]] ([[ἵππος]]) cheval de volée <i>ou</i> de main;<br /><b>2</b> étendu à côté, hors du chemin;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> qui a l’esprit égaré.<br />'''Étymologie:''' [[παραείρω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 20: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. και αττ. τ. [[παράορος]], δωρ. τ. και [[πάρηρος]] και [[πάραρος]] και παρῶρος, -ον, Α<br /><b>1.</b> ο [[συνημμένος]] ή συνηρτημένος<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[παρήορος]]<br />το [[άλογο]] που δενόταν στο [[άρμα]] [[δίπλα]] στα ζευγμένα άλογα<br /><b>2.</b> αυτός που εκτείνεται [[κατά]] [[μήκος]], ο ξαπλωμένος<br /><b>3.</b> (μτφ. α) [[απερίσκεπτος]], [[ανόητος]]<br />β) [[παράφρονας]], [[τρελός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άορ</i>-<i>ος</i> (<span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ἀορ</i>- του θ. <i>ἀερ</i>- του [[ἀείρω]] «[[σηκώνω]]»), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>επ</i>-<i>ήορος</i>, <i>κατ</i>-<i>ήορος</i>)].
|mltxt=και δωρ. και αττ. τ. [[παράορος]], δωρ. τ. και [[πάρηρος]] και [[πάραρος]] και παρῶρος, -ον, Α<br /><b>1.</b> ο [[συνημμένος]] ή συνηρτημένος<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[παρήορος]]<br />το [[άλογο]] που δενόταν στο [[άρμα]] [[δίπλα]] στα ζευγμένα άλογα<br /><b>2.</b> αυτός που εκτείνεται [[κατά]] [[μήκος]], ο ξαπλωμένος<br /><b>3.</b> (μτφ. α) [[απερίσκεπτος]], [[ανόητος]]<br />β) [[παράφρονας]], [[τρελός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άορ</i>-<i>ος</i> (<span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ἀορ</i>- του θ. <i>ἀερ</i>- του [[ἀείρω]] «[[σηκώνω]]»), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> [[επήορος]], [[κατήορος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρήορος:''' Δωρ. -άορος, -ον ([[παραείρω]])·<br /><b class="num">I.</b> κρεμασμένος ή δεμένος δίπλα· [[παρήορος]] (ενν. [[ἵππος]]), [[άλογο]] δεμένο, ζευγμένο στο πλάι άλλου αλόγου στην [[άμαξα]] ([[ξυνωρίς]]), [[προώστης]], [[αλλού]] [[παράσειρος]], [[σειραφόρος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ξαπλωμένος, [[τεντωμένος]], εκτεινόμενος δίπλα, στο ίδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ. (από το [[γεγονός]] ότι ο [[ἵππος]] σηκώνεται στα [[δύο]] του πόδια), [[παράτολμος]], [[αλλόφρων]], [[τρελός]], [[παλαβός]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''παρήορος:''' Δωρ. -άορος, -ον ([[παραείρω]])·<br /><b class="num">I.</b> κρεμασμένος ή δεμένος δίπλα· [[παρήορος]] (ενν. [[ἵππος]]), [[άλογο]] δεμένο, ζευγμένο στο πλάι άλλου αλόγου στην [[άμαξα]] ([[ξυνωρίς]]), [[προώστης]], [[αλλού]] [[παράσειρος]], [[σειραφόρος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ξαπλωμένος, [[τεντωμένος]], εκτεινόμενος δίπλα, στο ίδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ. (από το [[γεγονός]] ότι ο [[ἵππος]] σηκώνεται στα [[δύο]] του πόδια), [[παράτολμος]], [[αλλόφρων]], [[τρελός]], [[παλαβός]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρήορος -ον, Dor. παρᾱ́ορος en πάρᾱρος [παρά, ἀείρω] erbij hangend; subst. ὁ παρήορος bijpaard. uitgestrekt:. ἔκειτο παρήορος ἔνθα καὶ ἔνθα hij lag uitgestrekt naar alle kanten Il. 7.156. overdr. dwaas.
}}
{{elru
|elrutext='''παρήορος:''' <b class="num">II</b> ὁ (sc. [[ἵππος]]) пристяжная лошадь Hom.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">(horse) in the same harness</b> (Il.), metaph. [[walking beside the track]], [[irrational]], also aprox. [[outstretched]] (through false interpretation of Π 471?; s. Leumann Hom. Wörter 222 ff.).<br />Other forms: <b class="b3">-άορος</b> (A. Pr. 363; v.l. <b class="b3">-ή-</b>), <b class="b3">-αρος</b> (Theoc. 15, 8), <b class="b3">-ῶρος</b> (Tryph., AP).<br />Derivatives: Rhythm. byform [[παρηόριος]] [[driven out of course]], of a ship (A. R.), [[irrational]] (AP). -- From there [[παρηορίαι]] f. pl. [[side-traces]] (Il.), metaph. [[outlying reaches of a river]] (Arat. 600); [[παρηρία]] (for <b class="b3">-ηορία</b>?) [[μωρία]] H.<br />Origin: IE [Indo-European] [1150] <b class="b2">*h₂u̯er-</b> [[bind]], [[connect]], [[hang]]<br />Etymology: Verbal noun of <b class="b3">παρ-αείρω</b>, s. 2. [[ἀείρω]] w. lit.; on the phonetics see Björck Alpha impum 112f., 231, on the facts Delebecque Cheval 99f., 144f.
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">(horse) in the same harness</b> (Il.), metaph. [[walking beside the track]], [[irrational]], also aprox. [[outstretched]] (through false interpretation of Π 471?; s. Leumann Hom. Wörter 222 ff.).<br />Other forms: <b class="b3">-άορος</b> (A. Pr. 363; [[varia lectio|v.l.]] <b class="b3">-ή-</b>), <b class="b3">-αρος</b> (Theoc. 15, 8), <b class="b3">-ῶρος</b> (Tryph., AP).<br />Derivatives: Rhythm. byform [[παρηόριος]] [[driven out of course]], of a ship (A. R.), [[irrational]] (AP). -- From there [[παρηορίαι]] f. pl. [[side-traces]] (Il.), metaph. [[outlying reaches of a river]] (Arat. 600); [[παρηρία]] (for <b class="b3">-ηορία</b>?) [[μωρία]] H.<br />Origin: IE [Indo-European] [1150] <b class="b2">*h₂u̯er-</b> [[bind]], [[connect]], [[hang]]<br />Etymology: Verbal noun of <b class="b3">παρ-αείρω</b>, s. 2. [[ἀείρω]] w. lit.; on the phonetics see Björck Alpha impum 112f., 231, on the facts Delebecque Cheval 99f., 144f.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παρ-ήορος, δοριξ -άορος, ον, [[παραείρω]]<br /><b class="num">I.</b> [[hanging]] or hung [[beside]]: [[παρήορος]] (sc. ἵπποσ) a [[horse]] [[which]] draws by the [[side]] of the [[regular]] [[pair]] (ξυνωρίσ), an outrigger, [[elsewhere]] [[παράσειρος]], [[σειραφόρος]], Il.<br /><b class="num">II.</b> [[lying]] [[along]], outstretched, [[sprawling]], Il., Aesch.<br /><b class="num">III.</b> metaph. (from the [[fact]] that the [[ἵππος]] π. was given to prancing), [[reckless]], [[distraught]], [[senseless]], Il.
|mdlsjtxt=παρ-ήορος, δοριξ -άορος, ον, [[παραείρω]]<br /><b class="num">I.</b> [[hanging]] or hung [[beside]]: [[παρήορος]] (''[[sc.]]'' ἵπποσ) a [[horse]] [[which]] draws by the [[side]] of the [[regular]] [[pair]] (ξυνωρίσ), an outrigger, [[elsewhere]] [[παράσειρος]], [[σειραφόρος]], Il.<br /><b class="num">II.</b> [[lying]] [[along]], outstretched, [[sprawling]], Il., Aesch.<br /><b class="num">III.</b> metaph. (from the [[fact]] that the [[ἵππος]] π. was given to prancing), [[reckless]], [[distraught]], [[senseless]], Il.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''παρήορος''': (ep. ion. seit Il.),<br />{parḗoros}<br />'''Forms''': -άορος (A. ''Pr''. 363; v.l. -ή-), -αρος (Theok. 15, 8), -ῶρος (Tryph., ''AP'').<br />'''Meaning''': ‘beigeschirrt(es Pferd)’ übertr. [[neben der Spur laufend]], [[unvernünftig]], auch etwa [[ausgestreckt]] (durch falsche Interpretation von Π 471?; s. Leumann Hom. Wörter 222 ff.).<br />'''Derivative''': Rhythmische Nebenform [[παρηόριος]] [[aus der Bahn geschlagen]], von einem Schiff (A. R.), [[unvernünftig]] (''AP''). — Davon παρηορίαι f. pl. [[Beigeschirr]] (Il.), übertr. [[abseits liegende Flußarme]] (Arat. 600); παρηρία (für -ηορία?)· [[μωρία]] H.<br />'''Etymology''' : Verbalnomen von [[παραείρω]], s. 2. [[ἀείρω]] m. Lit.; zum Lautlichen noch Björck Alpha impum 112f., 231, zum Sachlichen Delebecque Cheval 99f., 144f.<br />'''Page''' 2,474
|ftr='''παρήορος''': (ep. ion. seit Il.),<br />{parḗoros}<br />'''Forms''': -άορος (A. ''Pr''. 363; [[varia lectio|v.l.]] -ή-), -αρος (Theok. 15, 8), -ῶρος (Tryph., ''AP'').<br />'''Meaning''': ‘beigeschirrt(es Pferd)’ übertr. [[neben der Spur laufend]], [[unvernünftig]], auch etwa [[ausgestreckt]] (durch falsche Interpretation von Π 471?; s. Leumann Hom. Wörter 222 ff.).<br />'''Derivative''': Rhythmische Nebenform [[παρηόριος]] [[aus der Bahn geschlagen]], von einem Schiff (A. R.), [[unvernünftig]] (''AP''). — Davon παρηορίαι f. pl. [[Beigeschirr]] (Il.), übertr. [[abseits liegende Flußarme]] (Arat. 600); παρηρία (für -ηορία?)· [[μωρία]] H.<br />'''Etymology''': Verbalnomen von [[παραείρω]], s. 2. [[ἀείρω]] m. Lit.; zum Lautlichen noch Björck Alpha impum 112f., 231, zum Sachlichen Delebecque Cheval 99f., 144f.<br />'''Page''' 2,474
}}
}}

Latest revision as of 22:12, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρήορος Medium diacritics: παρήορος Low diacritics: παρήορος Capitals: ΠΑΡΗΟΡΟΣ
Transliteration A: parḗoros Transliteration B: parēoros Transliteration C: parioros Beta Code: parh/oros

English (LSJ)

so in Ep. and Ion., but Dor. and Att. παράορος [ρᾱ], ον (as always in Trag.), also Dor. πάρᾱρος Theoc.15.8: (παραείρω, cf. συνήορος): -
A joined or hung beside: hence παρήορος (sc. ἵππος), horse which draws by the side of the regular pair (ξυνωρίς), outrunner, = σειραφόρος, Il.16.471,474, D.H.7.73.
II lying along, outstretched, sprawling, ἔκειτο π. ἔνθα καὶ ἔνθα 11.7.156; ἀχρεῖον καὶ π. δέμας κεῖται A.Pr.365.
III metaph., reckless, senseless, οὔ τι π. οὐδ' ἀεσίφρων Il.23.603, cf. Theoc. l.c.; π. ὄμμα τιταίνειν Tryph.371; νόου παρήορος distraught, Archil.56.5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propr. suspendu en dehors, d'où
1παρήορος (ἵππος) cheval de volée ou de main;
2 étendu à côté, hors du chemin;
3 fig. qui a l'esprit égaré.
Étymologie: παραείρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρήορος -ον, Dor. παρᾱ́ορος en πάρᾱρος [παρά, ἀείρω] erbij hangend; subst. ὁ παρήορος bijpaard. uitgestrekt:. ἔκειτο παρήορος ἔνθα καὶ ἔνθα hij lag uitgestrekt naar alle kanten Il. 7.156. overdr. dwaas.

Russian (Dvoretsky)

παρήορος: II ὁ (sc. ἵππος) пристяжная лошадь Hom.

Greek (Liddell-Scott)

παρήορος: (οὐχὶ παρῄορος), Δωρ. παράορος, ον, ὁ δεύτερος οὗτος τύπος ἀείποτε παρὰ Τραγ., παρὰ δὲ μεταγεν. ποιηταῖς ὡσαύτως παρηόριος, ον. (παραείρω, πρβλ. συνήορος, μετήορος = μετέωρος)˙ -συνημμένος ἢ συνηρτημένος· ὅθεν παρήορος (ἐξυπακ. ἵππος), ὁ δεδεμένος παρὰ τὸ σύνηθες ζεῦγος, (τὴν ξυνωρίδα), ἀλλαχοῦ παράσειρος, σειραφόρος, Ἰλ. Π. 471, 474˙ πρβλ. παρηορία. ΙΙ. εἰς μῆκος ἐκτεταμένος, ἐξηπλωμένος, ἔκειτο παρήορος ἔνθα καὶ ἔνθα Ἰλ. Η. 156˙ ἀχρεῖον καὶ παράορον δέμας κεῖται Αἰσχύλ. 363˙ - οὕτως ἐπὶ πλοίου, τὴν δὲ (δηλ. τὴν Ἀργὼ) παρηορίην κόπτειν ῥόος, μετέωρον ὤθει πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὁ ῥοῦς τῶν κυμάτων, Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 943. ΙΙΙ. μεταφορ., (ἐκ τοῦ ὅτι ὁ παρήορος ἵππος συνήθως ἐγαυρία καὶ ἀνεπήδα), ἀπερίσκεπτος, ἄφρων, ἀνόητος, ἐπεὶ οὔ τι παρήορος οὐδ’ ἀεσίφρων ἦσθα πάρος Ἰλ. Ψ. 603˙ πεπλανημένος, ἥ τε θεῷ πληγεῖσα παρήορον ὄμμα τιταίνει, Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 371˙ οὕτω, παρηόριον νόημα Ἀνθολ. Π. 9. 603˙ - ἐν Ἀρχιλ. 51, νόου παρήορος, ἔξω φρενῶν, παράφρων, - ὁ Θεόκρ. 15. 8 ἔχει τὸν Δωρ. τύπον πάραρος ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας καὶ ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «παρηρία˙ μωρία» καὶ «παραρεῖν˙ φληναφεῖν». - Πρβλ. παραείρω. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 35.

English (Autenrieth)

(ἀείρω): hanging or floating beside; stretched out, sprawling, Il. 7.156; met., flighty, foolish, Il. 23.603; esp. παρήορος (ἵππος), a third or extra horse, harnessed by the side of the pair drawing the chariot, but not attached to the yoke, and serving to take the place of either of the others in case of need, Il. 16.471, 474. (Plate I. represents the παρήορος in the background as he is led to his place. See also the adj. cut, the first horse.)

Greek Monolingual

και δωρ. και αττ. τ. παράορος, δωρ. τ. και πάρηρος και πάραρος και παρῶρος, -ον, Α
1. ο συνημμένος ή συνηρτημένος
2. το αρσ. ως ουσ.παρήορος
το άλογο που δενόταν στο άρμα δίπλα στα ζευγμένα άλογα
2. αυτός που εκτείνεται κατά μήκος, ο ξαπλωμένος
3. (μτφ. α) απερίσκεπτος, ανόητος
β) παράφρονας, τρελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -άορ-ος (< ετεροιωμένη βαθμίδα ἀορ- του θ. ἀερ- του ἀείρω «σηκώνω»), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. επήορος, κατήορος)].

Greek Monotonic

παρήορος: Δωρ. -άορος, -ον (παραείρω
I. κρεμασμένος ή δεμένος δίπλα· παρήορος (ενν. ἵππος), άλογο δεμένο, ζευγμένο στο πλάι άλλου αλόγου στην άμαξα (ξυνωρίς), προώστης, αλλού παράσειρος, σειραφόρος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ξαπλωμένος, τεντωμένος, εκτεινόμενος δίπλα, στο ίδ., Αισχύλ.
III. μεταφ. (από το γεγονός ότι ο ἵππος σηκώνεται στα δύο του πόδια), παράτολμος, αλλόφρων, τρελός, παλαβός, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: (horse) in the same harness (Il.), metaph. walking beside the track, irrational, also aprox. outstretched (through false interpretation of Π 471?; s. Leumann Hom. Wörter 222 ff.).
Other forms: -άορος (A. Pr. 363; v.l. -ή-), -αρος (Theoc. 15, 8), -ῶρος (Tryph., AP).
Derivatives: Rhythm. byform παρηόριος driven out of course, of a ship (A. R.), irrational (AP). -- From there παρηορίαι f. pl. side-traces (Il.), metaph. outlying reaches of a river (Arat. 600); παρηρία (for -ηορία?) μωρία H.
Origin: IE [Indo-European] [1150] *h₂u̯er- bind, connect, hang
Etymology: Verbal noun of παρ-αείρω, s. 2. ἀείρω w. lit.; on the phonetics see Björck Alpha impum 112f., 231, on the facts Delebecque Cheval 99f., 144f.

Middle Liddell

παρ-ήορος, δοριξ -άορος, ον, παραείρω
I. hanging or hung beside: παρήορος (sc. ἵπποσ) a horse which draws by the side of the regular pair (ξυνωρίσ), an outrigger, elsewhere παράσειρος, σειραφόρος, Il.
II. lying along, outstretched, sprawling, Il., Aesch.
III. metaph. (from the fact that the ἵππος π. was given to prancing), reckless, distraught, senseless, Il.

Frisk Etymology German

παρήορος: (ep. ion. seit Il.),
{parḗoros}
Forms: -άορος (A. Pr. 363; v.l. -ή-), -αρος (Theok. 15, 8), -ῶρος (Tryph., AP).
Meaning: ‘beigeschirrt(es Pferd)’ übertr. neben der Spur laufend, unvernünftig, auch etwa ausgestreckt (durch falsche Interpretation von Π 471?; s. Leumann Hom. Wörter 222 ff.).
Derivative: Rhythmische Nebenform παρηόριος aus der Bahn geschlagen, von einem Schiff (A. R.), unvernünftig (AP). — Davon παρηορίαι f. pl. Beigeschirr (Il.), übertr. abseits liegende Flußarme (Arat. 600); παρηρία (für -ηορία?)· μωρία H.
Etymology: Verbalnomen von παραείρω, s. 2. ἀείρω m. Lit.; zum Lautlichen noch Björck Alpha impum 112f., 231, zum Sachlichen Delebecque Cheval 99f., 144f.
Page 2,474