πολυνεικής: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyneikis
|Transliteration C=polyneikis
|Beta Code=poluneikh/s
|Beta Code=poluneikh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[much-wrangling]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>830</span> (anap.): freq. as pr. n. <b class="b3">Πολυνείκης, ὁ,</b> on which the Trag. are fond of playing, ib.<span class="bibl">578</span>,<span class="bibl">658</span>, al.</span>
|Definition=πολυνεικές, [[much-wrangling]], Id.''Th.''830 (anap.): freq. as pr. n. [[Πολυνείκης]], ὁ, on which the Trag. are fond of playing, ib.578,658, al.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0667.png Seite 667]] ές, viel streitend, Aesch. Spt. 812.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0667.png Seite 667]] ές, viel streitend, Aesch. Spt. 812.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πολῠνεικής''': -ές, ὁ πολὺ [[ἐριστικός]], [[φιλόνεικος]], [[φίλερις]], Αἰσχύλ. Θήβ. 830· ― [[συχν]]. ὡς κύριον [[ὄνομα]], Πολυνείκης, ὁ, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὀνόματος οἱ τραγικοὶ ἀγαπῶσι νὰ παίζωσιν ἐτυμολογοῦντες αὐτό, [[αὐτόθι]] 658 κ. ἀλλ.
|btext=ής, ές :<br />[[qui aime les querelles]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[νεῖκος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυνεικής -ές &#91;[[πολύς]], [[νεῖκος]]] [[twistziek]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ής, ές :<br />qui aime les querelles.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[νεῖκος]].
|elrutext='''πολυνεικής:''' [[любящий ссоры]], [[воинственный]] (πολέμαρχοι Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, και ως κύριο όν. Πολυνείκης, ό Α<br /><b>1.</b> ο πολύ [[εριστικός]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πολυνείκης</i><br />[[γιος]] του Οιδίποδος και της Ιοκάστης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νεικής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νεῖκος]], <i>τὸ</i> «[[έριδα]], [[φιλονικία]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αμφι</i>-<i>νεικής</i>].
|mltxt=-ές, και ως κύριο όν. Πολυνείκης, ό Α<br /><b>1.</b> ο πολύ [[εριστικός]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πολυνείκης</i><br />[[γιος]] του Οιδίποδος και της Ιοκάστης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νεικής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νεῖκος]], <i>τὸ</i> «[[έριδα]], [[φιλονικία]]»), [[πρβλ]]. [[αμφινεικής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολῠνεικής:''' -ές ([[νεῖκος]]), αυτός που είναι [[πολύ]] [[εριστικός]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πολῠνεικής:''' -ές ([[νεῖκος]]), αυτός που είναι [[πολύ]] [[εριστικός]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολυνεικής:''' любящий ссоры, воинственный (πολέμαρχοι Aesch.).
|lstext='''πολῠνεικής''': -ές, ὁ πολὺ [[ἐριστικός]], [[φιλόνεικος]], [[φίλερις]], Αἰσχύλ. Θήβ. 830· ― συχν. ὡς κύριον [[ὄνομα]], Πολυνείκης, ὁ, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὀνόματος οἱ τραγικοὶ ἀγαπῶσι νὰ παίζωσιν ἐτυμολογοῦντες αὐτό, [[αὐτόθι]] 658 κ. ἀλλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυνεικής -ές [πολύς, νεῖκος] twistziek.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠ-νεικής, ές [[νεῖκος]]<br />[[much]]-wrangling, Aesch.
|mdlsjtxt=πολῠ-νεικής, ές [[νεῖκος]]<br />[[much]]-wrangling, Aesch.
}}
{{trml
|trtx====[[litigious]]===
Esperanto: procesema; German: [[prozessfreudig]], [[klagefreudig]], [[klagewütig]]; Greek: [[δικομανής]], [[φιλόδικος]]; Ancient Greek: [[ἀηδοποιός]], [[δικανικός]], [[δικορράφος]], [[ἐγκληματικός]], [[παλίνδικος]], [[πολύδικος]], [[πολυνεικής]], [[φιλαίτιος]], [[φιλεχθής]], [[φιληλιαστής]], [[φιλόδικος]]; Ido: procesema; Latin: [[litigiosus]]
}}
}}

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυνεικής Medium diacritics: πολυνεικής Low diacritics: πολυνεικής Capitals: ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Transliteration A: polyneikḗs Transliteration B: polyneikēs Transliteration C: polyneikis Beta Code: poluneikh/s

English (LSJ)

πολυνεικές, much-wrangling, Id.Th.830 (anap.): freq. as pr. n. Πολυνείκης, ὁ, on which the Trag. are fond of playing, ib.578,658, al.

German (Pape)

[Seite 667] ές, viel streitend, Aesch. Spt. 812.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime les querelles.
Étymologie: πολύς, νεῖκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυνεικής -ές [πολύς, νεῖκος] twistziek.

Russian (Dvoretsky)

πολυνεικής: любящий ссоры, воинственный (πολέμαρχοι Aesch.).

Greek Monolingual

-ές, και ως κύριο όν. Πολυνείκης, ό Α
1. ο πολύ εριστικός
2. ως κύριο όν. Πολυνείκης
γιος του Οιδίποδος και της Ιοκάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νεικής (< νεῖκος, τὸ «έριδα, φιλονικία»), πρβλ. αμφινεικής].

Greek Monotonic

πολῠνεικής: -ές (νεῖκος), αυτός που είναι πολύ εριστικός, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠνεικής: -ές, ὁ πολὺ ἐριστικός, φιλόνεικος, φίλερις, Αἰσχύλ. Θήβ. 830· ― συχν. ὡς κύριον ὄνομα, Πολυνείκης, ὁ, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὀνόματος οἱ τραγικοὶ ἀγαπῶσι νὰ παίζωσιν ἐτυμολογοῦντες αὐτό, αὐτόθι 658 κ. ἀλλ.

Middle Liddell

πολῠ-νεικής, ές νεῖκος
much-wrangling, Aesch.

Translations