σακηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sakiforos
|Transliteration C=sakiforos
|Beta Code=sakhfo/ros
|Beta Code=sakhfo/ros
|Definition=ὁ,= <span class="sense"><span class="bld">A</span> σακκοφόρος ''1'', Διονύσου . . σ. μύσται <span class="title">Supp.Epigr.</span> 4.522 (Ephesus, ii A.D.).</span>
|Definition=ὁ, = [[σακκοφόρος]] ''1'', Διονύσου.. σ. μύσται ''Supp.Epigr.'' 4.522 (Ephesus, ii A.D.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[λάτρης]] θεότητας («Διονύσου... σακηφόροι μύσται», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάκος]] / [[σάκκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]. Ο τ. [[αντί]] [[σακκοφόρος]], για μετρικούς λόγους].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[λάτρης]] θεότητας («Διονύσου... σακηφόροι μύσται», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάκος]] / [[σάκκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]. Ο τ. [[αντί]] [[σακκοφόρος]], για μετρικούς λόγους].
}}
}}

Latest revision as of 11:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰκηφόρος Medium diacritics: σακηφόρος Low diacritics: σακηφόρος Capitals: ΣΑΚΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: sakēphóros Transliteration B: sakēphoros Transliteration C: sakiforos Beta Code: sakhfo/ros

English (LSJ)

ὁ, = σακκοφόρος 1, Διονύσου.. σ. μύσται Supp.Epigr. 4.522 (Ephesus, ii A.D.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
λάτρης θεότητας («Διονύσου... σακηφόροι μύσται», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος / σάκκος + -φόρος. Ο τ. αντί σακκοφόρος, για μετρικούς λόγους].