σκολιότης: Difference between revisions
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skoliotis | |Transliteration C=skoliotis | ||
|Beta Code=skolio/ths | |Beta Code=skolio/ths | ||
|Definition=ητος, ἡ, < | |Definition=-ητος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[crookedness]], <b class="b3">σ. τῆς καμπῆς</b>, of a Parthian bow, Plu.''Crass.''24: in plural, [[the windings]] of a stream, Str.10.2.19; of [[windings]] generally, Id.12.8.15.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[inequality]], <b class="b3">σκολιότητα ἔχειν</b> to [[be unequally affected]], Hp.''Acut.'' (''Sp.'') 22.<br><span class="bld">2</span> of men, [[crookedness]], [[dishonesty]], [[LXX]] ''Ez.''16.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0902.png Seite 902]] ητος, ἡ, Krümmung, Biegung, Windung, Schiefe, καμπῆς, Plut. Crass. 24; übertr., Unredlichkeit, Tücke, LXX. u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0902.png Seite 902]] ητος, ἡ, Krümmung, Biegung, Windung, Schiefe, καμπῆς, Plut. Crass. 24; übertr., Unredlichkeit, Tücke, LXX. u. a. Sp. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ητος (ἡ) :<br />sinuosité ; courbure.<br />'''Étymologie:''' [[σκολιός]]. | |btext=ητος (ἡ) :<br />sinuosité ; courbure.<br />'''Étymologie:''' [[σκολιός]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκολιότης -ητος, ἡ [σκολιός] kromheid, kromming. τῇ σκολιότητι τῆς καμπῆς door de gekromde vorm van het gebogen deel (van de specifieke vorm van een Parthische boog) Plut. Crass. 24.4. scheefheid, oneffenheid (van het onderlijf). Hp. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκολιότης:''' ητος ἡ [[извилистость]], [[изогнутость]] (τῆς καμπῆς Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκολιότης:''' -ητος, ἡ, [[δυστροπία]], [[αδικία]], [[απάτη]], [[δόλος]], [[διαστροφή]], σε Πλούτ.· στον πληθ. οι ελικοειδείς στροφές του ποταμού κ.λπ., σε Στράβ. | |lsmtext='''σκολιότης:''' -ητος, ἡ, [[δυστροπία]], [[αδικία]], [[απάτη]], [[δόλος]], [[διαστροφή]], σε Πλούτ.· στον πληθ. οι ελικοειδείς στροφές του ποταμού κ.λπ., σε Στράβ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σκολιότης''': -ητος, ἡ, τὸ σκολιόν, ἡ [[κυρτότης]], τὸ λοξόν, σκ. καμπῆς, ἐπὶ τοῦ Παρθικοῦ τόξου, Πλουτ. Κράσσ. 24· ἐν τῷ πληθ., οἱ ἑλιγμοὶ ποταμοῦ, κτλ., Στράβ. 577. ΙΙ. μεταφορ., τὸ [[ἄνισον]], σκολιότητα ἔχειν, ἀνίσως προσβάλλομαι, Ἱππ. 400. 8. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων μὲ διεστραμμένον [[ἦθος]], [[ἀπιστία]], [[ἀδικία]], Ἑβδ. Ἰεζεκ. ΙϚ΄, 5). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σκολιότης]], ητος, ἡ, [from [[σκολιός]]<br />crookedness, Plut.: in | |mdlsjtxt=[[σκολιότης]], ητος, ἡ, [from [[σκολιός]]<br />crookedness, Plut.: in plural the windings of a [[stream]], etc., Strab. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:27, 25 August 2023
English (LSJ)
-ητος, ἡ,
A crookedness, σ. τῆς καμπῆς, of a Parthian bow, Plu.Crass.24: in plural, the windings of a stream, Str.10.2.19; of windings generally, Id.12.8.15.
II metaph., inequality, σκολιότητα ἔχειν to be unequally affected, Hp.Acut. (Sp.) 22.
2 of men, crookedness, dishonesty, LXX Ez.16.5.
German (Pape)
[Seite 902] ητος, ἡ, Krümmung, Biegung, Windung, Schiefe, καμπῆς, Plut. Crass. 24; übertr., Unredlichkeit, Tücke, LXX. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
sinuosité ; courbure.
Étymologie: σκολιός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκολιότης -ητος, ἡ [σκολιός] kromheid, kromming. τῇ σκολιότητι τῆς καμπῆς door de gekromde vorm van het gebogen deel (van de specifieke vorm van een Parthische boog) Plut. Crass. 24.4. scheefheid, oneffenheid (van het onderlijf). Hp.
Russian (Dvoretsky)
σκολιότης: ητος ἡ извилистость, изогнутость (τῆς καμπῆς Plut.).
Greek Monotonic
σκολιότης: -ητος, ἡ, δυστροπία, αδικία, απάτη, δόλος, διαστροφή, σε Πλούτ.· στον πληθ. οι ελικοειδείς στροφές του ποταμού κ.λπ., σε Στράβ.
Greek (Liddell-Scott)
σκολιότης: -ητος, ἡ, τὸ σκολιόν, ἡ κυρτότης, τὸ λοξόν, σκ. καμπῆς, ἐπὶ τοῦ Παρθικοῦ τόξου, Πλουτ. Κράσσ. 24· ἐν τῷ πληθ., οἱ ἑλιγμοὶ ποταμοῦ, κτλ., Στράβ. 577. ΙΙ. μεταφορ., τὸ ἄνισον, σκολιότητα ἔχειν, ἀνίσως προσβάλλομαι, Ἱππ. 400. 8. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων μὲ διεστραμμένον ἦθος, ἀπιστία, ἀδικία, Ἑβδ. Ἰεζεκ. ΙϚ΄, 5).
Middle Liddell
σκολιότης, ητος, ἡ, [from σκολιός
crookedness, Plut.: in plural the windings of a stream, etc., Strab.