ψιλωτής: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psilotis | |Transliteration C=psilotis | ||
|Beta Code=yilwth/s | |Beta Code=yilwth/s | ||
|Definition= | |Definition=ψιλωτοῦ, ὁ, [[one who writes]] or [[pronounces with the spiritus lenis]], or [[litterae tenues]], Tz.''H.''11.52. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜ [[ψιλῶ]]<br />αυτός που αποψιλώνει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> α) παλαιότερη [[ονομασία]] γένους δίπτερων εντόμων<br />β) παλαιότερη [[ονομασία]] γένους κολεόπτερων εντόμων<br /><b>μσν.</b><br /><b>γραμμ.</b> α) αυτός που χρησιμοποιεί [[ψιλή]] [[αντί]] της δασείας («ψιλωταὶ οἱ Ἴωνες», Τζέτζ.)<br />β) αυτός που προφέρει ή γράφει με ψιλό [[σύμφωνο]], λ.χ. με <i>κ</i> [[αντί]] του <i>χ</i> («τῶν ψιλωτῶν γὰρ οὖτοι καὶ [[σπανιάκις]] Ἀττικοὶ | |mltxt=ο, ΝΜ [[ψιλῶ]]<br />αυτός που αποψιλώνει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> α) παλαιότερη [[ονομασία]] γένους δίπτερων εντόμων<br />β) παλαιότερη [[ονομασία]] γένους κολεόπτερων εντόμων<br /><b>μσν.</b><br /><b>γραμμ.</b> α) αυτός που χρησιμοποιεί [[ψιλή]] [[αντί]] της δασείας («ψιλωταὶ οἱ Ἴωνες», Τζέτζ.)<br />β) αυτός που προφέρει ή γράφει με ψιλό [[σύμφωνο]], λ.χ. με <i>κ</i> [[αντί]] του <i>χ</i> («τῶν ψιλωτῶν γὰρ οὖτοι καὶ [[σπανιάκις]] Ἀττικοὶ ψιλοῦσι καὶ [[δασέα]]», Τζέτζ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:16, 25 August 2023
English (LSJ)
ψιλωτοῦ, ὁ, one who writes or pronounces with the spiritus lenis, or litterae tenues, Tz.H.11.52.
German (Pape)
[Seite 1400] ὁ, 1) der entblößt, beraubt, bes. der von Haaren entblößt, kahl macht, od. der der Waffen beraubt. – 2) der mit dem spiritus lenis ausspricht, schreibt.
Greek (Liddell-Scott)
ψῑλωτής: -οῦ, ὁ, ὁ χρώμενος ψιλῷ πνεύματι ἢ γράμματι ἐν τῷ γράφειν τι, Τζέτζ. Ἱστ. 11. 52.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ ψιλῶ
αυτός που αποψιλώνει
νεοελλ.
ζωολ. α) παλαιότερη ονομασία γένους δίπτερων εντόμων
β) παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμων
μσν.
γραμμ. α) αυτός που χρησιμοποιεί ψιλή αντί της δασείας («ψιλωταὶ οἱ Ἴωνες», Τζέτζ.)
β) αυτός που προφέρει ή γράφει με ψιλό σύμφωνο, λ.χ. με κ αντί του χ («τῶν ψιλωτῶν γὰρ οὖτοι καὶ σπανιάκις Ἀττικοὶ ψιλοῦσι καὶ δασέα», Τζέτζ.).