ἀποπλέκω: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apopleko
|Transliteration C=apopleko
|Beta Code=a)pople/kw
|Beta Code=a)pople/kw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[separate]], Pass., συμπλέκονται τὰ πάντα καὶ -ονται Zos. Alch.<span class="bibl">p.110B.</span>: esp. in pf. part. <b class="b3">-πεπλεγμένος, η, ον,</b> [[divorced]], [[separated]], γυνή <span class="bibl"><span class="title">PGen.</span>19.3</span> (ii A.D.); ἀνήρ <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>118ii11</span> (ii A.D.).</span>
|Definition=[[separate]], Pass., συμπλέκονται τὰ πάντα καὶ ἀποπλέκονται Zos. Alch.p.110B.: especially in pf. part. [[ἀποπεπλεγμένος]], [[ἀποπεπλεγμένη]], [[ἀποπεπλεγμένον]] = [[divorced]], [[separated]], [[γυνή]] ''PGen.''19.3 (ii A.D.); [[ἀνήρ]] ''BGU''118ii11 (ii A.D.).
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[destrenzar]] (σειράν) Pall.<i>H.Laus</i>.22.5.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[separarse]] συμπλέκοντας τὰ πάντα καὶ ἀποπλέκονται Zos.Alch.110.16<br /><b class="num"></b>part. perf. pas. [[separado]] de cónyuges ἀποπετιλεγμένης αὐτοῦ γυναικός <i>PGen</i>.19.3 (II d.C.) en <i>BL</i> 1.1600, <i>PFlor</i>.301.11 (II d.C.), [[ἀνήρ]] <i>BGU</i> 118.2.11 (II d.C.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπλέκω''': παθ. ἀποπλέκομαι, ἀφίνω τοὺς ἐναγκαλισμούς, ἀποχωρίζομαι, [[μόλις]] οὖν [[ἀλλήλων]] [[ἡμεῖς]] ἀπεπλάκημεν (ἀπηλλάγημεν Hercher) Εὐμάθ. 345.
|lstext='''ἀποπλέκω''': παθ. ἀποπλέκομαι, ἀφίνω τοὺς ἐναγκαλισμούς, ἀποχωρίζομαι, [[μόλις]] οὖν [[ἀλλήλων]] [[ἡμεῖς]] ἀπεπλάκημεν (ἀπηλλάγημεν Hercher) Εὐμάθ. 345.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[destrenzar]] (σειράν) Pall.<i>H.Laus</i>.22.5.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[separarse]] συμπλέκοντας τὰ πάντα καὶ ἀποπλέκονται Zos.Alch.110.16<br /><b class="num">•</b>part. perf. pas. [[separado]] de cónyuges ἀποπετιλεγμένης [[αὐτοῦ]] γυναικός <i>PGen</i>.19.3 (II d.C.) en <i>BL</i> 1.1600, <i>PFlor</i>.301.11 (II d.C.), [[ἀνήρ]] <i>BGU</i> 118.2.11 (II d.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἀποπλέκομαι)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τελειώνω]] το [[πλέξιμο]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) ξεμπλέκομαι, ξεχωρίζομαι<br /><b>μσν.</b><br />(-ομαι) [[ξεμπλέκω]], απαλλάσσομαι από [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αφήνω]] τους εναγκαλισμούς, αποχωρίζομαι.
|mltxt=(AM ἀποπλέκομαι)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τελειώνω]] το [[πλέξιμο]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) ξεμπλέκομαι, ξεχωρίζομαι<br /><b>μσν.</b><br />(-ομαι) [[ξεμπλέκω]], απαλλάσσομαι από [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αφήνω]] τους εναγκαλισμούς, αποχωρίζομαι.
}}
}}

Latest revision as of 08:21, 30 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπλέκω Medium diacritics: ἀποπλέκω Low diacritics: αποπλέκω Capitals: ΑΠΟΠΛΕΚΩ
Transliteration A: apoplékō Transliteration B: apoplekō Transliteration C: apopleko Beta Code: a)pople/kw

English (LSJ)

separate, Pass., συμπλέκονται τὰ πάντα καὶ ἀποπλέκονται Zos. Alch.p.110B.: especially in pf. part. ἀποπεπλεγμένος, ἀποπεπλεγμένη, ἀποπεπλεγμένον = divorced, separated, γυνή PGen.19.3 (ii A.D.); ἀνήρ BGU118ii11 (ii A.D.).

Spanish (DGE)

1 destrenzar (σειράν) Pall.H.Laus.22.5.
2 en v. med. separarse συμπλέκοντας τὰ πάντα καὶ ἀποπλέκονται Zos.Alch.110.16
part. perf. pas. separado de cónyuges ἀποπετιλεγμένης αὐτοῦ γυναικός PGen.19.3 (II d.C.) en BL 1.1600, PFlor.301.11 (II d.C.), ἀνήρ BGU 118.2.11 (II d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπλέκω: παθ. ἀποπλέκομαι, ἀφίνω τοὺς ἐναγκαλισμούς, ἀποχωρίζομαι, μόλις οὖν ἀλλήλων ἡμεῖς ἀπεπλάκημεν (ἀπηλλάγημεν Hercher) Εὐμάθ. 345.

Greek Monolingual

(AM ἀποπλέκομαι)
νεοελλ.
1. τελειώνω το πλέξιμο
2. (-ομαι) ξεμπλέκομαι, ξεχωρίζομαι
μσν.
(-ομαι) ξεμπλέκω, απαλλάσσομαι από κάτι
αρχ.
αφήνω τους εναγκαλισμούς, αποχωρίζομαι.