ἔνθρυσκον: Difference between revisions

m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enthryskon
|Transliteration C=enthryskon
|Beta Code=e)/nqruskon
|Beta Code=e)/nqruskon
|Definition=τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἄνθρυσκον]] (q.v.).</span>
|Definition=τό, = [[ἄνθρυσκον]] ([[quod vide|q.v.]]).
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἄνθρυσκον]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνθρυσκον''': τό, ἴδε ἐν λ. [[ἄνθρυσκον]].
|lstext='''ἔνθρυσκον''': τό, ἴδε ἐν λ. [[ἄνθρυσκον]].
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἄνθρυσκον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔνθρυσκον]] και [[ἄνθρυσκον]], το (Α)<br />άγριο [[φυτό]] με σκιαδωτό [[άνθος]], [[κατά]] το [[λεξικό]] [[Σούδα]] παρόμοιο με τον [[άνηθο]] και τον [[μάραθο]].
|mltxt=[[ἔνθρυσκον]] και [[ἄνθρυσκον]], το (Α)<br />άγριο [[φυτό]] με σκιαδωτό [[άνθος]], [[κατά]] το [[λεξικό]] [[Σούδα]] παρόμοιο με τον [[άνηθο]] και τον [[μάραθο]].
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 1 October 2022

English (LSJ)

τό, = ἄνθρυσκον (q.v.).

Spanish (DGE)

v. ἄνθρυσκον.

German (Pape)

[Seite 843] τό, od. ἄνθρυσκον, ein wildwachsendes Doldengewächs, Pherecrat. Ath. VII, 316 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνθρυσκον: τό, ἴδε ἐν λ. ἄνθρυσκον.

Greek Monolingual

ἔνθρυσκον και ἄνθρυσκον, το (Α)
άγριο φυτό με σκιαδωτό άνθος, κατά το λεξικό Σούδα παρόμοιο με τον άνηθο και τον μάραθο.