ὀλιγαῦλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oligaylaks
|Transliteration C=oligaylaks
|Beta Code=o)ligau=lac
|Beta Code=o)ligau=lac
|Definition=ᾰκος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[having but little arable land]], AP6.226 (Leon., [[ὀλιγόλαυξ]] cod.Pal. ; [[ὀλιγῶλαξ]] (Dor.) Brunck).</span>
|Definition=ᾰκος, ὁ, ἡ, having but [[little]] [[arable]] [[land]], AP6.226 (Leon., [[ὀλιγόλαυξ]] cod.Pal.; [[ὀλιγῶλαξ]] (Dor.) Brunck).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0320.png Seite 320]] ακος, = [[ὀλιγῶλαξ]], Suid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0320.png Seite 320]] ακος, = [[ὀλιγῶλαξ]], Suid.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ, ἡ)<br />[[qui n'a que peu de terre arable]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[αὖλαξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλῐγαῦλαξ''': -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀλίγην μόνην ἀρόσιμον γῆν, Ἀνθ. Π. 6. 226, Παλατ. Κῶδ. ὀλιγόλαυξ· ὁ Brunck παραδέχεται τὸν Δωρ. τύπον [[ὀλιγῶλαξ]].
|lstext='''ὀλῐγαῦλαξ''': -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀλίγην μόνην ἀρόσιμον γῆν, Ἀνθ. Π. 6. 226, Παλατ. Κῶδ. ὀλιγόλαυξ· ὁ Brunck παραδέχεται τὸν Δωρ. τύπον [[ὀλιγῶλαξ]].
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ, ἡ)<br />qui n’a que peu de terre arable.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[αὖλαξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὀλιγαῡλαξ, -ακος και ὀλιγόλαυξ και δωρ. τ. [[ὀλιγῶλαξ]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που περιλαμβάνει μικρή μόνο [[έκταση]] καλλιεργήσιμης γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[αὖλαξ]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>αύλαξ</i>)].
|mltxt=ὀλιγαῡλαξ, -ακος και ὀλιγόλαυξ και δωρ. τ. [[ὀλιγῶλαξ]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που περιλαμβάνει μικρή μόνο [[έκταση]] καλλιεργήσιμης γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[αὖλαξ]] ([[πρβλ]]. [[πολυαύλαξ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 17:02, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγαῦλαξ Medium diacritics: ὀλιγαῦλαξ Low diacritics: ολιγαύλαξ Capitals: ΟΛΙΓΑΥΛΑΞ
Transliteration A: oligaûlax Transliteration B: oligaulax Transliteration C: oligaylaks Beta Code: o)ligau=lac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, ἡ, having but little arable land, AP6.226 (Leon., ὀλιγόλαυξ cod.Pal.; ὀλιγῶλαξ (Dor.) Brunck).

German (Pape)

[Seite 320] ακος, = ὀλιγῶλαξ, Suid.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ, ἡ)
qui n'a que peu de terre arable.
Étymologie: ὀλίγος, αὖλαξ.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀλίγην μόνην ἀρόσιμον γῆν, Ἀνθ. Π. 6. 226, Παλατ. Κῶδ. ὀλιγόλαυξ· ὁ Brunck παραδέχεται τὸν Δωρ. τύπον ὀλιγῶλαξ.

Greek Monolingual

ὀλιγαῡλαξ, -ακος και ὀλιγόλαυξ και δωρ. τ. ὀλιγῶλαξ, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που περιλαμβάνει μικρή μόνο έκταση καλλιεργήσιμης γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + αὖλαξ (πρβλ. πολυαύλαξ)].

Greek Monotonic

ὀλῐγαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που διαθέτει λίγη καλλιεργήσιμη γη, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀλῐγ-αῦλαξ, ακος,
having little arable land, Anth.