τζάγγη: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tzaggi
|Transliteration C=tzaggi
|Beta Code=tza/ggh
|Beta Code=tza/ggh
|Definition=ἡ, a kind of <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[shoe]], misi . . zancas de nostris Parthicas paria tria, Gallienus ap. Trebell.<span class="title">Claud.</span>17; <b class="b2">usum tzangarum . . intra urbem . . nemini liceat usurpare</b>, Cod.Theod.14.10.2.</span>
|Definition=ἡ, a kind of [[shoe]], misi . . [[zanca]]s de nostris Parthicas paria tria, Gallienus ap. Trebell.Claud.17; usum tzangarum . . intra urbem . . nemini liceat [[usurpo|usurpare]], Cod.Theod.14.10.2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Μ<br />[[είδος]] υποδήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. [[zanca]], λ. παρθικής προέλευσης. Τα υποδήματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν αρχικά από τους βασιλείς της Περσίας, αργότερα δε και από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες].
|mltxt=ἡ, Μ<br />[[είδος]] υποδήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. [[zanca]], λ. παρθικής προέλευσης. Τα υποδήματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν αρχικά από τους βασιλείς της Περσίας, αργότερα δε και από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες].
}}
}}

Latest revision as of 09:42, 25 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τζάγγη Medium diacritics: τζάγγη Low diacritics: τζάγγη Capitals: ΤΖΑΓΓΗ
Transliteration A: tzángē Transliteration B: tzangē Transliteration C: tzaggi Beta Code: tza/ggh

English (LSJ)

ἡ, a kind of shoe, misi . . zancas de nostris Parthicas paria tria, Gallienus ap. Trebell.Claud.17; usum tzangarum . . intra urbem . . nemini liceat usurpare, Cod.Theod.14.10.2.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
είδος υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. zanca, λ. παρθικής προέλευσης. Τα υποδήματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν αρχικά από τους βασιλείς της Περσίας, αργότερα δε και από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες].