ὑπερχέω: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypercheo
|Transliteration C=ypercheo
|Beta Code=u(perxe/w
|Beta Code=u(perxe/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[cause to overflow]], <b class="b3">τὸ ὕδωρ</b> (accus.) Aesop. in <span class="title">Gloss.</span> vol. iii <span class="bibl">p.43</span>:—Pass., [[overflow]], [[overrun]], of liquids, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>876a18</span>, <span class="bibl"><span class="title">Mir.</span> 837b9</span>; ὑπὲρ τὸ ἀγγεῖον <span class="bibl">D.C.66.16</span>; of the air, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>7.51</span>; ὑπερχεῖται εἰς τὸ ἀχανές <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>367a19</span>; [[flow over]], τρίχες τῶν ἀκρωμίδων ὑπερκεχυμέναι Alciphr.<span class="title">Fr.</span>5.4; τὰς -ομένας τοῦ ὄντος ἀρχάς <span class="bibl">Dam. <span class="title">Pr.</span>61</span>.</span>
|Definition=[[cause to overflow]], <b class="b3">τὸ ὕδωρ</b> (accus.) Aesop. in ''Glossaria'' vol. iii p.43:—Pass., [[overflow]], [[overrun]], of liquids, Arist.''Pr.''876a18, ''Mir.'' 837b9; ὑπὲρ τὸ ἀγγεῖον D.C.66.16; of the air, Hp.''Aph.''7.51; ὑπερχεῖται εἰς τὸ ἀχανές [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''367a19; [[flow over]], τρίχες τῶν ἀκρωμίδων ὑπερκεχυμέναι Alciphr.''Fr.''5.4; τὰς -ομένας τοῦ ὄντος ἀρχάς Dam. ''Pr.''61.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1204.png Seite 1204]] (s. χέω), übergießen, überschwemmen, u. pass. überfließen; Arist. probl. 3, 34; ὑπερχεῖται [[ποταμός]] Plut. Rom. 5, u. oft; anch übertr., von einer Menschenmenge, Cat. mai. 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1204.png Seite 1204]] (s. χέω), übergießen, überschwemmen, u. pass. überfließen; Arist. probl. 3, 34; ὑπερχεῖται [[ποταμός]] Plut. Rom. 5, u. oft; anch übertr., von einer Menschenmenge, Cat. mai. 14.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπερχέω''': μέλλ. -εῶ, [[χύνω]] [[ὑπεράνω]], Δοσιθ. Μαγ. Ἑρμηνεύματα σ. 32 Böcking. - Παθ., χύνομαι [[ὑπεράνω]], ὑπερχειλέω, πλημμυρῶ, ἐπὶ ὕδατος, Ἀριστ. Προβλ. 3. 34, 1, π. Θαυμ. 89· ἐπὶ τοῦ ἀέρος, Ἱππ. Ἀφορ. 1260· ὑπερχεῖται εἰς τὸ ἀχανὲς Ἀριστ. Μετεωρολογ. 2. 8, 18· - [[μετὰ]] γεν., Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 5. 4.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπερχεῶ, <i>ao.</i> ὑπερέχεα;<br /><i>Pass. ao.</i> ὑπερεχύθην, <i>pf.</i> ὑπερκέχυμαι;<br />répandre par-dessus ; <i>Pass.</i> couler par-dessus bord, déborder et se répandre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[χέω]].
|btext=<i>f.</i> ὑπερχεῶ, <i>ao.</i> ὑπερέχεα;<br /><i>Pass. ao.</i> ὑπερεχύθην, <i>pf.</i> ὑπερκέχυμαι;<br />répandre par-dessus ; <i>Pass.</i> couler par-dessus bord, déborder et se répandre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[χέω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[χέω]]<br /><b>1.</b> [[κατακλύζω]] («τὸ [[ὕδωρ]] ἄνω ὑπερέχεε», Δοσίθ.)<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>ὑπερχέομαι</i><br />α) [[υπερχειλίζω]], [[πλημμυρίζω]] (α. «ὑπερχεῑται ὁ [[ποταμός]]», <b>Πλούτ.</b><br />β. «[[οἶνος]] [[ὑπὲρ]] τὸ ἀγγεῑον ὑπερεχύθη», Δίων Κάσσ.)<br />β) διασκορπίζομαι (α. «[[τρίχες]] τῶν ἀκρωμίδων ὑπερκεχυμέναι», Αλκίφρ.<br />β. «εἰς ταῡτα διὰ τῶν στενῶν ὑπερχεόμενοι καὶ συνωθοῡντες ἀλλήλους», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπερχέω:''' разливать, pass. переливаться, разливаться (τοῦ ποταμοῦ ὑπερχεομένου Plut.): ἀναζεῖν καὶ ὑπερχεῖσθαι Arst. взбурлить и разливаться.
|elrutext='''ὑπερχέω:''' разливать, pass. переливаться, разливаться (τοῦ ποταμοῦ ὑπερχεομένου Plut.): ἀναζεῖν καὶ ὑπερχεῖσθαι Arst. взбурлить и разливаться.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπερχέω''': μέλλ. -εῶ, [[χύνω]] [[ὑπεράνω]], Δοσιθ. Μαγ. Ἑρμηνεύματα σ. 32 Böcking. - Παθ., χύνομαι [[ὑπεράνω]], ὑπερχειλέω, πλημμυρῶ, ἐπὶ ὕδατος, Ἀριστ. Προβλ. 3. 34, 1, π. Θαυμ. 89· ἐπὶ τοῦ ἀέρος, Ἱππ. Ἀφορ. 1260· ὑπερχεῖται εἰς τὸ ἀχανὲς Ἀριστ. Μετεωρολογ. 2. 8, 18· - μετὰ γεν., Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 5. 4.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[χέω]]<br /><b>1.</b> [[κατακλύζω]] («τὸ [[ὕδωρ]] ἄνω ὑπερέχεε», Δοσίθ.)<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>ὑπερχέομαι</i><br />α) [[υπερχειλίζω]], [[πλημμυρίζω]] (α. «ὑπερχεῖται ὁ [[ποταμός]]», <b>Πλούτ.</b><br />β. «[[οἶνος]] [[ὑπὲρ]] τὸ ἀγγεῖον ὑπερεχύθη», Δίων Κάσσ.)<br />β) διασκορπίζομαι (α. «[[τρίχες]] τῶν ἀκρωμίδων ὑπερκεχυμέναι», Αλκίφρ.<br />β. «εἰς ταῦτα διὰ τῶν στενῶν ὑπερχεόμενοι καὶ συνωθοῦν
τες ἀλλήλους», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 10:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερχέω Medium diacritics: ὑπερχέω Low diacritics: υπερχέω Capitals: ΥΠΕΡΧΕΩ
Transliteration A: hyperchéō Transliteration B: hypercheō Transliteration C: ypercheo Beta Code: u(perxe/w

English (LSJ)

cause to overflow, τὸ ὕδωρ (accus.) Aesop. in Glossaria vol. iii p.43:—Pass., overflow, overrun, of liquids, Arist.Pr.876a18, Mir. 837b9; ὑπὲρ τὸ ἀγγεῖον D.C.66.16; of the air, Hp.Aph.7.51; ὑπερχεῖται εἰς τὸ ἀχανές Arist.Mete.367a19; flow over, τρίχες τῶν ἀκρωμίδων ὑπερκεχυμέναι Alciphr.Fr.5.4; τὰς -ομένας τοῦ ὄντος ἀρχάς Dam. Pr.61.

German (Pape)

[Seite 1204] (s. χέω), übergießen, überschwemmen, u. pass. überfließen; Arist. probl. 3, 34; ὑπερχεῖται ποταμός Plut. Rom. 5, u. oft; anch übertr., von einer Menschenmenge, Cat. mai. 14.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερχεῶ, ao. ὑπερέχεα;
Pass. ao. ὑπερεχύθην, pf. ὑπερκέχυμαι;
répandre par-dessus ; Pass. couler par-dessus bord, déborder et se répandre.
Étymologie: ὑπέρ, χέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερχέω: разливать, pass. переливаться, разливаться (τοῦ ποταμοῦ ὑπερχεομένου Plut.): ἀναζεῖν καὶ ὑπερχεῖσθαι Arst. взбурлить и разливаться.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερχέω: μέλλ. -εῶ, χύνω ὑπεράνω, Δοσιθ. Μαγ. Ἑρμηνεύματα σ. 32 Böcking. - Παθ., χύνομαι ὑπεράνω, ὑπερχειλέω, πλημμυρῶ, ἐπὶ ὕδατος, Ἀριστ. Προβλ. 3. 34, 1, π. Θαυμ. 89· ἐπὶ τοῦ ἀέρος, Ἱππ. Ἀφορ. 1260· ὑπερχεῖται εἰς τὸ ἀχανὲς Ἀριστ. Μετεωρολογ. 2. 8, 18· - μετὰ γεν., Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 5. 4.

Greek Monolingual

ΜΑ χέω
1. κατακλύζω («τὸ ὕδωρ ἄνω ὑπερέχεε», Δοσίθ.)
2. (το παθ.) ὑπερχέομαι
α) υπερχειλίζω, πλημμυρίζω (α. «ὑπερχεῖται ὁ ποταμός», Πλούτ.
β. «οἶνος ὑπὲρ τὸ ἀγγεῖον ὑπερεχύθη», Δίων Κάσσ.)
β) διασκορπίζομαι (α. «τρίχες τῶν ἀκρωμίδων ὑπερκεχυμέναι», Αλκίφρ.
β. «εἰς ταῦτα διὰ τῶν στενῶν ὑπερχεόμενοι καὶ συνωθοῦν τες ἀλλήλους», Πλούτ.).