μονόχορδος: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monochordos | |Transliteration C=monochordos | ||
|Beta Code=mono/xordos | |Beta Code=mono/xordos | ||
|Definition= | |Definition=μονόχορδον, ([[χορδή]]) [[with one string]] or [[of but one string]], κανών Ptol.''Harm.''1.8 tit.: [[μονόχορδον]], τό, [[monochord]], Poll.4.60, Nicom.''Harm.''4, Iamb.''VP''26.119. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονόχορδος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μία μόνο [[χορδή]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μονόχορδο</i>(<i>ν</i>)<br />μουσικό όργανο με μία [[χορδή]], κινητό καβαλάρη και παραλληλόγραμμο [[ηχείο]], που χρησιμοποιήθηκε στην [[αρχαιότητα]] για τη [[μέτρηση]] και τη θεωρητική [[αναπαράσταση]] τών μουσικών διαστημάτων<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> όργανο που χρησιμοποιείται ως [[διαπασών]] από τους κατασκευαστές του εκκλησιαστικού οργάνου και τους χορδιστές του πιάνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χορδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]]), | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονόχορδος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μία μόνο [[χορδή]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μονόχορδο</i>(<i>ν</i>)<br />μουσικό όργανο με μία [[χορδή]], κινητό καβαλάρη και παραλληλόγραμμο [[ηχείο]], που χρησιμοποιήθηκε στην [[αρχαιότητα]] για τη [[μέτρηση]] και τη θεωρητική [[αναπαράσταση]] τών μουσικών διαστημάτων<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> όργανο που χρησιμοποιείται ως [[διαπασών]] από τους κατασκευαστές του εκκλησιαστικού οργάνου και τους χορδιστές του πιάνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χορδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]]), [[πρβλ]]. [[βαρύχορδος]], [[ισόχορδος]]]. | ||
}} | |||
{{wkpen | |||
|wketx=A monochord, also known as sonometer (see below), is an ancient musical and scientific laboratory instrument, involving one (mono-) string (chord). The term monochord is sometimes used as the class-name for any musical stringed instrument having only one string and a stick shaped body, also known as musical bows. According to the Hornbostel–Sachs system, string bows are bar zithers (311.1) while monochords are traditionally board zithers (314). The "harmonical canon", or monochord is, at its least, "merely a string having a board under it of exactly the same length, upon which may be delineated the points at which the string must be stopped to give certain notes," allowing comparison. | |||
A string is fixed at both ends and stretched over a sound box. One or more movable bridges are then manipulated to demonstrate mathematical relationships among the frequencies produced. "With its single string, movable bridge and graduated rule, the monochord (kanōn [Greek: law]) straddled the gap between notes and numbers, intervals and ratios, sense-perception and mathematical reason." However, "music, mathematics, and astronomy were [also] inexorably linked in the monochord." As a pedagogical tool for demonstrating mathematical relationships between intervals, the monochord remained in use throughout the middle ages. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
μονόχορδον, (χορδή) with one string or of but one string, κανών Ptol.Harm.1.8 tit.: μονόχορδον, τό, monochord, Poll.4.60, Nicom.Harm.4, Iamb.VP26.119.
German (Pape)
[Seite 206] einsaitig, bes. ὄργανον, auch ὁ μονόχορδος, ein mit e in er Saite bezogenes Instrument, welches von den theoretischen Musikern zur Bestimmung der Intervalle benutzt wurde, Music.
Greek (Liddell-Scott)
μονόχορδος: -ον, (χορδὴ) ὁ ἔχων μίαν μόνην χορδήν· - μονόχορδον, τό, Πολυδ. Δ΄, 60· καλούμενον ὑπὸ τῶν Πυθαγορείων κανὼν (μουσικός), ἦτο δὲ χορδή τις, πρὸς ἣν ἐνέτεινον τὰ ὄργανα, καὶ δι’ ἧς ἐμέτρουν τὴν κλίμακα φυσικῶς καὶ ἀριθμητικῶς· ἡ ἐργασία αὕτη ἐκαλεῖτο μονοχορδίζειν, Ἀριστείδ. Κοϊντιλιαν. π. Μουσικ. σ. 116, Νικομ. σ. 8· ἴδε Chappell Ἱστορ. τῆς Μουσ. σελ. 73 κἑξ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μονόχορδος, -ον)
1. αυτός που έχει μία μόνο χορδή
2. το ουδ. ως ουσ. το μονόχορδο(ν)
μουσικό όργανο με μία χορδή, κινητό καβαλάρη και παραλληλόγραμμο ηχείο, που χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα για τη μέτρηση και τη θεωρητική αναπαράσταση τών μουσικών διαστημάτων
νεοελλ.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. όργανο που χρησιμοποιείται ως διαπασών από τους κατασκευαστές του εκκλησιαστικού οργάνου και τους χορδιστές του πιάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. βαρύχορδος, ισόχορδος].
Wikipedia EN
A monochord, also known as sonometer (see below), is an ancient musical and scientific laboratory instrument, involving one (mono-) string (chord). The term monochord is sometimes used as the class-name for any musical stringed instrument having only one string and a stick shaped body, also known as musical bows. According to the Hornbostel–Sachs system, string bows are bar zithers (311.1) while monochords are traditionally board zithers (314). The "harmonical canon", or monochord is, at its least, "merely a string having a board under it of exactly the same length, upon which may be delineated the points at which the string must be stopped to give certain notes," allowing comparison.
A string is fixed at both ends and stretched over a sound box. One or more movable bridges are then manipulated to demonstrate mathematical relationships among the frequencies produced. "With its single string, movable bridge and graduated rule, the monochord (kanōn [Greek: law]) straddled the gap between notes and numbers, intervals and ratios, sense-perception and mathematical reason." However, "music, mathematics, and astronomy were [also] inexorably linked in the monochord." As a pedagogical tool for demonstrating mathematical relationships between intervals, the monochord remained in use throughout the middle ages.