Φρύγιος: Difference between revisions
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | {{LSJ2 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=Φρῠ́γιος | ||
|Medium diacritics=Φρύγιος | |Medium diacritics=Φρύγιος | ||
|Low diacritics=Φρύγιος | |Low diacritics=Φρύγιος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Frygios | |Transliteration C=Frygios | ||
|Beta Code=*fru/gios | |Beta Code=*fru/gios | ||
|Definition=α, ον, also ος, ον Luc. | |Definition=[ῠ], α, ον, also ος, ον <span class="bibl">Luc.<span class="title">Harm.</span>1</span>: ([[Φρύξ]]):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[Phrygian]], δι' αἴας . . Φρυγίας <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>548</span> (lyr.), etc.; <b class="b3">δείματα Φρυγία</b> the [[terror]]s [[of the Phrygian goddess]], <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>457</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">Φρύγιοι νόμοι, Φρύγια μέλεα</b>, [[Phrygian]] [[music]], especially of music played on the [[flute]], said to have been invented by [[Marsyas]], <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>1426</span> (lyr.), <span class="bibl"><span class="title">Tr.</span>545</span> (lyr.); Φ. αὐλοί <span class="bibl">Id.<span class="title">Ba.</span>127</span> (lyr.): πᾶσα βακχεία . . μάλιστα . . ἐστὶν ἐν τοῖς αὐλοῖς . . · ὁ [[διθύραμβος]] ὁμολογουμένως δοκεῖ εἶναι Φ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1342b7</span>; τῆς Φρυγίον [ἁρμονίας] τὸ ἔνθεον Luc. [[l.c.]]; <b class="b3">Φ. διὰ πασῶν εἶδος, Φρύγιος τόνος, Φρύγιος τρόπος</b>, [[Phrygian]] [[scale]], <span class="bibl">Cleonid.<span class="title">Harm.</span>9</span>,<span class="bibl">12</span>, Alyp.<span class="title">Diat.</span>7,al. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Φρυγία [[λίθος]], an [[aluminous]] kind of [[pumice stone]], used by [[dyer]]s, Dsc.5.123.</span> | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />de Phrygie, phrygien.<br />'''Étymologie:''' [[Φρύξ]] | |btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />[[de Phrygie]], [[phrygien]].<br />'''Étymologie:''' [[Φρύξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 20: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Φρύγιος:''' и 2 (ῠ) фригийский ([[αἶα]] Aesch.; [[μέλη]] Eur.; [[ἁρμονία]] Luc.): [[Φρύγια]] δείματα Eur. страшные символы фригийского культа. | |elrutext='''Φρύγιος:''' и 2 (ῠ) [[фригийский]] ([[αἶα]] Aesch.; [[μέλη]] Eur.; [[ἁρμονία]] Luc.): [[Φρύγια]] δείματα Eur. страшные символы фригийского культа. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-α, -ο / [[φρύγιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ [[Φρυγία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φρυγία ή στους Φρύγες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[φρύγιος]] [[τρόπος]]»<br /><b>μουσ.</b> [[ένας]] από τους [[τρεις]] θεμελιώδεις τρόπους της αρχαίας μουσικής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[φρύγιον]]<br />(ενν. [[ἔδαφος]]) το [[έδαφος]], η [[χώρα]] της Φρυγίας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «φρύγια μέλεα»<br /><b>μουσ.</b> ζωηρά μουσικά [[μέλη]] που παίζονταν με τη [[συνοδεία]] αυλού [[κατά]] τη [[λατρεία]] της Κυβέλης<br />β) «[[φρύγιος]] [[πῖλος]]» — ο [[φρυγικός]] [[πίλος]]<br />γ) «[[φρύγιος]] [[λίθος]]» — [[είδος]] στυπτικής ελαφρόπετρας, που χρησιμοποιούσαν οι βαφείς. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{Slater | ||
| | |sltr=Phrygian Φρυγίας κοσμήτορα μάχας (? ''[[sc.]]'' Ὅμηρον) ?fr. 347. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:55, 8 January 2023
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, also ος, ον Luc.Harm.1: (Φρύξ):—A Phrygian, δι' αἴας . . Φρυγίας A.Supp.548 (lyr.), etc.; δείματα Φρυγία the terrors of the Phrygian goddess, E.El.457 (lyr.). 2 Φρύγιοι νόμοι, Φρύγια μέλεα, Phrygian music, especially of music played on the flute, said to have been invented by Marsyas, E.Or.1426 (lyr.), Tr.545 (lyr.); Φ. αὐλοί Id.Ba.127 (lyr.): πᾶσα βακχεία . . μάλιστα . . ἐστὶν ἐν τοῖς αὐλοῖς . . · ὁ διθύραμβος ὁμολογουμένως δοκεῖ εἶναι Φ. Arist.Pol.1342b7; τῆς Φρυγίον [ἁρμονίας] τὸ ἔνθεον Luc. l.c.; Φ. διὰ πασῶν εἶδος, Φρύγιος τόνος, Φρύγιος τρόπος, Phrygian scale, Cleonid.Harm.9,12, Alyp.Diat.7,al. II Φρυγία λίθος, an aluminous kind of pumice stone, used by dyers, Dsc.5.123.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
de Phrygie, phrygien.
Étymologie: Φρύξ.
Greek Monotonic
Φρύγιος: [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον (Φρύξ)·
1. Φρύγιος, Φρυγικός, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τη Φρυγία, σε Ευρ.
2. Φρύγιοι νόμοι, μέλη, Φρυγική μουσική, δηλ. μουσική που παίζεται με αυλό, αγριότερη από τη μουσική με λύρα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
Φρύγιος: и 2 (ῠ) фригийский (αἶα Aesch.; μέλη Eur.; ἁρμονία Luc.): Φρύγια δείματα Eur. страшные символы фригийского культа.
Greek Monolingual
-α, -ο / φρύγιος, -ία, -ον, ΝΜΑ Φρυγία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φρυγία ή στους Φρύγες
νεοελλ.
φρ. «φρύγιος τρόπος»
μουσ. ένας από τους τρεις θεμελιώδεις τρόπους της αρχαίας μουσικής
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ φρύγιον
(ενν. ἔδαφος) το έδαφος, η χώρα της Φρυγίας
2. φρ. α) «φρύγια μέλεα»
μουσ. ζωηρά μουσικά μέλη που παίζονταν με τη συνοδεία αυλού κατά τη λατρεία της Κυβέλης
β) «φρύγιος πῖλος» — ο φρυγικός πίλος
γ) «φρύγιος λίθος» — είδος στυπτικής ελαφρόπετρας, που χρησιμοποιούσαν οι βαφείς.
English (Slater)
Phrygian Φρυγίας κοσμήτορα μάχας (? sc. Ὅμηρον) ?fr. 347.