ὀρθόκερως: Difference between revisions

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρθόκερως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[ὄρθια]] κέρατα, Ἡσύχ. ἐν λ. [[κορωνός]]· ὀρθ. [[φρίκη]], ἥτις ὀρθοῖ τὰς τρίχας τινὸς [[ὥστε]] νὰ ἵστανται ὡς κέρατα, Σοφ. Ἀποσπ. 922· ὁ [[Πολυδ]]. Β΄, 31 καὶ ὁ Φώτ. ἑρμηνεύουσιν αὐτὸ διὰ τοῦ [[ὀρθόθριξ]].
|lstext='''ὀρθόκερως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[ὄρθια]] κέρατα, Ἡσύχ. ἐν λ. [[κορωνός]]· ὀρθ. [[φρίκη]], ἥτις ὀρθοῖ τὰς τρίχας τινὸς [[ὥστε]] νὰ ἵστανται ὡς κέρατα, Σοφ. Ἀποσπ. 922· ὁ Πολυδ. Β΄, 31 καὶ ὁ Φώτ. ἑρμηνεύουσιν αὐτὸ διὰ τοῦ [[ὀρθόθριξ]].
}}
}}

Latest revision as of 17:05, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόκερως Medium diacritics: ὀρθόκερως Low diacritics: ορθόκερως Capitals: ΟΡΘΟΚΕΡΩΣ
Transliteration A: orthókerōs Transliteration B: orthokerōs Transliteration C: orthokeros Beta Code: o)rqo/kerws

English (LSJ)

-ωτος, ὁ, ἡ, straight-horned, βοῦς A. Fr. 74.2; upright-horned, ἔλαφος Epic. in Arch.Pap. 7 p. 4; ὀ. φρίκη horror which makes the hair stand up like horns, S. Fr. 875; Poll. 2.31, Hsch., and Phot. explain it by ὀρθόθριξ.

German (Pape)

[Seite 374] ωτος, mit graden Hörnern (?); – φρίκη ὀρθ., die Haare wie Hörner grade in die Höhe sträubender Schauder, Soph. frg. 922; vgl. Poll. 2, 31, der es ὀρθόθριξ erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὄρθια κέρατα, Ἡσύχ. ἐν λ. κορωνός· ὀρθ. φρίκη, ἥτις ὀρθοῖ τὰς τρίχας τινὸς ὥστε νὰ ἵστανται ὡς κέρατα, Σοφ. Ἀποσπ. 922· ὁ Πολυδ. Β΄, 31 καὶ ὁ Φώτ. ἑρμηνεύουσιν αὐτὸ διὰ τοῦ ὀρθόθριξ.