λευκωματώδης: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lefkomatodis | |Transliteration C=lefkomatodis | ||
|Beta Code=leukwmatw/dhs | |Beta Code=leukwmatw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=λευκωματῶδες, [[of the nature of]] λεύκωμα 11.2, πάθβς Erot. [[sub verbo|s.v.]] [[ἄργεμον]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 06:30, 26 August 2023
English (LSJ)
λευκωματῶδες, of the nature of λεύκωμα 11.2, πάθβς Erot. s.v. ἄργεμον.
German (Pape)
[Seite 36] ες, dem weißen Staar ähnlich, Erotian.
Greek (Liddell-Scott)
λευκωματώδης: -ες, (εἶδος) πάσχων ἐκ καταρράκτου, Ἐρωτιαν. σ. 66.
Greek Monolingual
-ες (Α λευκωματώδης, -ῶδες) λεύκωμα
νεοελλ.
λευκωματούχος
αρχ.
αυτός που πάσχει από λεύκωμα.