κίνυγμα: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kinygma
|Transliteration C=kinygma
|Beta Code=ki/nugma
|Beta Code=ki/nugma
|Definition=[<b class="b3">ῑ], ατος, τό,</b> (κινύσσομαι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[anything moved about]], <b class="b3">αἰθέριον κ</b>. [[a sport]] for the winds of heaven, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>158</span> (anap.): misspelt [[κήνυγμα]], Hsch., Phot.</span>
|Definition=[ῑ], ατος, τό, ([[κινύσσομαι]]) [[anything moved about]], <b class="b3">αἰθέριον κ.</b> a [[sport]] for the winds of heaven, [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''158 (anap.): misspelt [[κήνυγμα]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1441.png Seite 1441]] τό, ein beweglicher, schwebender, schwankender Körper; νῦν δ' αἰθέριον κίνυγμ' ὁ [[τάλας]] ἐχθροῖς ἐπίχαρτα [[πέπονθα]], sagt Prometheus von sich, Aesch. Prom. 157, als er an den Fellen geheftet zwischen Himmel u. Erde gleichsam in der Luft schwebt; die Alten erkl. [[εἴδωλον]] ἀέριον; v. l. [[κήνυγμα]]. Vgl. [[κινύσσομαι]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1441.png Seite 1441]] τό, ein beweglicher, schwebender, schwankender Körper; νῦν δ' αἰθέριον κίνυγμ' ὁ [[τάλας]] ἐχθροῖς ἐπίχαρτα [[πέπονθα]], sagt Prometheus von sich, Aesch. Prom. 157, als er an den Fellen geheftet zwischen Himmel u. Erde gleichsam in der Luft schwebt; die Alten erkl. [[εἴδωλον]] ἀέριον; [[varia lectio|v.l.]] [[κήνυγμα]]. Vgl. [[κινύσσομαι]].
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κίνυγμα''': ῑ, τό, ([[κινύσσομαι]]) [[πρᾶγμα]] κινούμενον [[τῇδε]] κἀκεῖσε, αἰθέριον κ., ὑπὸ τῶν ἀνέμων περιαγόμενον καὶ περιφερόμενον, Αἰσχύλ. Πρ. 157· πρβλ. [[αἰώρημα]]. ― [[κήνυγμα]], κηνύσσεσθαι [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] σφάλματα παρ’ Ἡσυχ. καὶ Φωτ.
|btext=ατος (τό) :<br />[[corps suspendu et en mouvement]].<br />'''Étymologie:''' κινύσσω.
}}
{{elnl
|elnltext=κίνυγμα -τος, τό [κινύσσομαι] wat beweegt of bewogen wordt:. αἰθέριον κίνυγμ’ speelbal van de wind Aeschl. PV 158.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ατος (τό) :<br />corps suspendu et en mouvement.<br />'''Étymologie:''' κινύσσω.
|elrutext='''κίνυγμα:''' ατος (ῑ) τό колеблемая вещь, раскачиваемое тело; αἰθέριον κ. Aesch. игралище ветров (о прикованном к скале Прометее).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κίνυγμα]], τὸ (Α) [[κινύσσομαι]]<br />[[καθετί]] που [[είναι]] [[μετέωρο]], που αιωρείται [[πέρα]] [[δώθε]] («νῡν δ' αἰθέριον κίνυγμ' ὁ [[τάλας]] ἐχθροῑς ἐπίχαρτα [[πέπονθα]]», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[κίνυγμα]], τὸ (Α) [[κινύσσομαι]]<br />[[καθετί]] που [[είναι]] [[μετέωρο]], που αιωρείται [[πέρα]] [[δώθε]] («νῦν δ' αἰθέριον κίνυγμ' ὁ [[τάλας]] ἐχθροῖς ἐπίχαρτα [[πέπονθα]]», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κίνυγμα:''' [ῑ], -ατος, τό ([[κινύσσομαι]]), οτιδήποτε τριγυρίζει, <i>αἰθέριον κ</i>., λέγεται για τους ανέμους του ουρανού, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κίνυγμα:''' [ῑ], -ατος, τό ([[κινύσσομαι]]), οτιδήποτε τριγυρίζει, <i>αἰθέριον κ</i>., λέγεται για τους ανέμους του ουρανού, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κίνυγμα:''' ατος () τό колеблемая вещь, раскачиваемое тело; αἰθέριον κ. Aesch. игралище ветров (о прикованном к скале Прометее).
|lstext='''κίνυγμα''': ῑ, τό, ([[κινύσσομαι]]) [[πρᾶγμα]] κινούμενον [[τῇδε]] κἀκεῖσε, αἰθέριον κ., ὑπὸ τῶν ἀνέμων περιαγόμενον καὶ περιφερόμενον, Αἰσχύλ. Πρ. 157· πρβλ. [[αἰώρημα]]. ― [[κήνυγμα]], κηνύσσεσθαι [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] σφάλματα παρ’ Ἡσυχ. καὶ Φωτ.
}}
{{elnl
|elnltext=κίνυγμα -τος, τό [κινύσσομαι] wat beweegt of bewogen wordt:. αἰθέριον κίνυγμ ’ speelbal van de wind Aeschl. PV 158.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῑ́νυγμα, ατος, τό, [[κινύσσομαι]]<br />[[anything]] moved [[about]], αἰθέριον κ. a [[sport]] for the winds of [[heaven]], Aesch.
|mdlsjtxt=κῑ́νυγμα, ατος, τό, [[κινύσσομαι]]<br />[[anything]] moved [[about]], αἰθέριον κ. a [[sport]] for the winds of [[heaven]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 09:10, 7 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑ́νυγμα Medium diacritics: κίνυγμα Low diacritics: κίνυγμα Capitals: ΚΙΝΥΓΜΑ
Transliteration A: kínygma Transliteration B: kinygma Transliteration C: kinygma Beta Code: ki/nugma

English (LSJ)

[ῑ], ατος, τό, (κινύσσομαι) anything moved about, αἰθέριον κ. a sport for the winds of heaven, A.Pr.158 (anap.): misspelt κήνυγμα, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1441] τό, ein beweglicher, schwebender, schwankender Körper; νῦν δ' αἰθέριον κίνυγμ' ὁ τάλας ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα, sagt Prometheus von sich, Aesch. Prom. 157, als er an den Fellen geheftet zwischen Himmel u. Erde gleichsam in der Luft schwebt; die Alten erkl. εἴδωλον ἀέριον; v.l. κήνυγμα. Vgl. κινύσσομαι.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
corps suspendu et en mouvement.
Étymologie: κινύσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίνυγμα -τος, τό [κινύσσομαι] wat beweegt of bewogen wordt:. αἰθέριον κίνυγμ’ speelbal van de wind Aeschl. PV 158.

Russian (Dvoretsky)

κίνυγμα: ατος (ῑ) τό колеблемая вещь, раскачиваемое тело; αἰθέριον κ. Aesch. игралище ветров (о прикованном к скале Прометее).

Greek Monolingual

κίνυγμα, τὸ (Α) κινύσσομαι
καθετί που είναι μετέωρο, που αιωρείται πέρα δώθε («νῦν δ' αἰθέριον κίνυγμ' ὁ τάλας ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

κίνυγμα: [ῑ], -ατος, τό (κινύσσομαι), οτιδήποτε τριγυρίζει, αἰθέριον κ., λέγεται για τους ανέμους του ουρανού, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κίνυγμα: ῑ, τό, (κινύσσομαι) πρᾶγμα κινούμενον τῇδε κἀκεῖσε, αἰθέριον κ., ὑπὸ τῶν ἀνέμων περιαγόμενον καὶ περιφερόμενον, Αἰσχύλ. Πρ. 157· πρβλ. αἰώρημα. ― κήνυγμα, κηνύσσεσθαι εἶναι ἁπλῶς σφάλματα παρ’ Ἡσυχ. καὶ Φωτ.

Middle Liddell

κῑ́νυγμα, ατος, τό, κινύσσομαι
anything moved about, αἰθέριον κ. a sport for the winds of heaven, Aesch.