ὁμόφωνος: Difference between revisions
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
(CSV import) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omofonos | |Transliteration C=omofonos | ||
|Beta Code=o(mo/fwnos | |Beta Code=o(mo/fwnos | ||
|Definition= | |Definition=ὁμόφωνον,<br><span class="bld">A</span> [[speak]]ing the [[same]] [[language]] [[with]], ἔθνεα οὐκ ὁμόφωνά σφίσι (= [[ἀλλήλοις]]) [[Herodotus|Hdt.]]3.98, cf. Th.4.3, X.Mem.4.4.19.<br><span class="bld">II</span> of the [[same]] [[sound]] or [[tone]], [[in unison with]], τισι A.Ag.158(lyr.). Adv. [[ὁμοφώνως]] = [[having the same name with]], τινι Str.9.2.29.<br><span class="bld">2</span> in Music, [[on the same note]], [[in unison]], opp. [[σύμφωνος]] (in concord), Arist.Pr.921a7, al., Nicom.Harm.11.5, Ptol.Harm.1.7. Adv. [[ὁμοφώνως]] = [[with one voice]] ([[accord]]), Plu.Galb.5, S.E.P.3.239.<br><span class="bld">3</span> Gramm., [[having the same sound]] (e.g. of voc. and nom. [[πόλις]]), Hdn. Gr.2.628. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0342.png Seite 342]] dieselbe Sprache redend, τινί, mit Einem, Her. 3, 98; Thuc. 4, 3. 41; gleich an Klang, dazu-, übereinstimmend, τοῖς δ' ὁμόφωνον [[αἴλινον]] εἰπέ, Aesch. Ag. 153; [[γένος]] ὁμ. καὶ ὁμόνομον, Plat. Legg. IV, 708 c; Sp., auch adv. ὁμ οφώνως, S. Emp. pyrrh. 3, 239. – In der Musik = im Einklange singend, vgl. Arist. probl. 19, 39. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0342.png Seite 342]] dieselbe Sprache redend, τινί, mit Einem, Her. 3, 98; Thuc. 4, 3. 41; gleich an Klang, dazu-, übereinstimmend, τοῖς δ' ὁμόφωνον [[αἴλινον]] εἰπέ, Aesch. Ag. 153; [[γένος]] ὁμ. καὶ ὁμόνομον, Plat. Legg. IV, 708 c; Sp., auch adv. ὁμ οφώνως, S. Emp. pyrrh. 3, 239. – In der Musik = im Einklange singend, vgl. Arist. probl. 19, 39. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui parle la même langue que, τινι;<br /><b>2</b> qui rend le même son, qui est d'accord, à l'unisson.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[φωνή]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμόφωνος:'''<br /><b class="num">1</b> [[говорящий на одинаковом языке]] (τινι Her., Thuc.; [[γένος]] ὁμόφωνον καὶ ὁμόνομον Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[звучащий в унисон]], [[однотонный]] или [[однозвучный]] ([[αἴλινος]] Aesch.; ἥδιόν ἐστι τὸ [[σύμφωνον]] τοῦ ὁμοφώνου Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμόφωνος''': -ον, ὁ ὁμιλῶν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν μετά τινος, ἔνθεα οὐχ ὁμ. σφισι (= ἀλλλήλοις) Ἡρόδ. 3. 98, πρβλ. Θουκ. 4. 3, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 19. ΙΙ. ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ἦχον ἢ τόνον, τινι Αἰσχλυλ. Ἀγ. 158· - Ἐπίρρ. -νως, ὁμωνύμως, τινὶ Στράβ. 411. 2) ἐν τῇ Μουσικῇ μὲ τὸν αὐτὸν τόνον, ἐν ὁμοφωνίᾳ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[σύμφωνος]] (ἐν ἁρμονίᾳ), ἴδε Ἀριστ. Προβλ. 19. 39, 1. - Ἐπίρρ. -νως, μιᾷ φωνῇ, Πλουτ. Γάλβ. 5. | |lstext='''ὁμόφωνος''': -ον, ὁ ὁμιλῶν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν μετά τινος, ἔνθεα οὐχ ὁμ. σφισι (= ἀλλλήλοις) Ἡρόδ. 3. 98, πρβλ. Θουκ. 4. 3, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 19. ΙΙ. ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ἦχον ἢ τόνον, τινι Αἰσχλυλ. Ἀγ. 158· - Ἐπίρρ. -νως, ὁμωνύμως, τινὶ Στράβ. 411. 2) ἐν τῇ Μουσικῇ μὲ τὸν αὐτὸν τόνον, ἐν ὁμοφωνίᾳ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[σύμφωνος]] (ἐν ἁρμονίᾳ), ἴδε Ἀριστ. Προβλ. 19. 39, 1. - Ἐπίρρ. -νως, μιᾷ φωνῇ, Πλουτ. Γάλβ. 5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόφωνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά την [[ίδια]] [[γλώσσα]] με άλλον, [[ομόγλωσσος]] («τοὺς Μεσσηνίους οἰκείους ὄντας αὐτῷ τὸ ἀρχαῖον καὶ ὁμοφώνους | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόφωνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά την [[ίδια]] [[γλώσσα]] με άλλον, [[ομόγλωσσος]] («τοὺς Μεσσηνίους οἰκείους ὄντας αὐτῷ τὸ ἀρχαῖον καὶ ὁμοφώνους τοῖς Λακεδαιμονίοις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> αυτός που βρίσκεται στον ίδιο μουσικό τόνο με άλλον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[γνώμη]] με άλλον, [[ομόγνωμος]], [[σύμφωνος]]<br /><b>2.</b> αυτός που εκφράζεται ή γίνεται με σύμφωνη [[γνώμη]] όλων («ομόφωνη [[απόφαση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που λέγεται ή τραγουδιέται από πολλούς με όμοια [[φωνή]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> (για [[λέξη]]) αυτός που έχει τον ίδιο τύπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοφώνως</i> και <i>ομόφωνα</i> (ΑΜ ὁμοφώνως)<br />με σύμφωνη [[γνώμη]], με [[ομοφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br />με το ίδιο όνομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φωνος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μιλάει την [[ίδια]] [[γλώσσα]] με άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει τον ίδιο ήχο ή τον ίδιο τόνο, σε [[συνήχηση]], σε [[ταυτοφωνία]] με, <i>τινι</i>, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὁμόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μιλάει την [[ίδια]] [[γλώσσα]] με άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει τον ίδιο ήχο ή τον ίδιο τόνο, σε [[συνήχηση]], σε [[ταυτοφωνία]] με, <i>τινι</i>, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 33: | Line 33: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[speaking the same dialect as]], [[speaking the same language as]] | |woodrun=[[speaking the same dialect as]], [[speaking the same language as]] | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[eadem lingua utens]]'', [[using the same language]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.3.3/ 4.3.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.41.2/ 4.41.2]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:38, 16 November 2024
English (LSJ)
ὁμόφωνον,
A speaking the same language with, ἔθνεα οὐκ ὁμόφωνά σφίσι (= ἀλλήλοις) Hdt.3.98, cf. Th.4.3, X.Mem.4.4.19.
II of the same sound or tone, in unison with, τισι A.Ag.158(lyr.). Adv. ὁμοφώνως = having the same name with, τινι Str.9.2.29.
2 in Music, on the same note, in unison, opp. σύμφωνος (in concord), Arist.Pr.921a7, al., Nicom.Harm.11.5, Ptol.Harm.1.7. Adv. ὁμοφώνως = with one voice (accord), Plu.Galb.5, S.E.P.3.239.
3 Gramm., having the same sound (e.g. of voc. and nom. πόλις), Hdn. Gr.2.628.
German (Pape)
[Seite 342] dieselbe Sprache redend, τινί, mit Einem, Her. 3, 98; Thuc. 4, 3. 41; gleich an Klang, dazu-, übereinstimmend, τοῖς δ' ὁμόφωνον αἴλινον εἰπέ, Aesch. Ag. 153; γένος ὁμ. καὶ ὁμόνομον, Plat. Legg. IV, 708 c; Sp., auch adv. ὁμ οφώνως, S. Emp. pyrrh. 3, 239. – In der Musik = im Einklange singend, vgl. Arist. probl. 19, 39.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui parle la même langue que, τινι;
2 qui rend le même son, qui est d'accord, à l'unisson.
Étymologie: ὁμός, φωνή.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόφωνος:
1 говорящий на одинаковом языке (τινι Her., Thuc.; γένος ὁμόφωνον καὶ ὁμόνομον Plat.);
2 звучащий в унисон, однотонный или однозвучный (αἴλινος Aesch.; ἥδιόν ἐστι τὸ σύμφωνον τοῦ ὁμοφώνου Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόφωνος: -ον, ὁ ὁμιλῶν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν μετά τινος, ἔνθεα οὐχ ὁμ. σφισι (= ἀλλλήλοις) Ἡρόδ. 3. 98, πρβλ. Θουκ. 4. 3, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 19. ΙΙ. ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ἦχον ἢ τόνον, τινι Αἰσχλυλ. Ἀγ. 158· - Ἐπίρρ. -νως, ὁμωνύμως, τινὶ Στράβ. 411. 2) ἐν τῇ Μουσικῇ μὲ τὸν αὐτὸν τόνον, ἐν ὁμοφωνίᾳ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ σύμφωνος (ἐν ἁρμονίᾳ), ἴδε Ἀριστ. Προβλ. 19. 39, 1. - Ἐπίρρ. -νως, μιᾷ φωνῇ, Πλουτ. Γάλβ. 5.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμόφωνος, -ον)
1. αυτός που μιλά την ίδια γλώσσα με άλλον, ομόγλωσσος («τοὺς Μεσσηνίους οἰκείους ὄντας αὐτῷ τὸ ἀρχαῖον καὶ ὁμοφώνους τοῖς Λακεδαιμονίοις», Θουκ.)
2. μουσ. αυτός που βρίσκεται στον ίδιο μουσικό τόνο με άλλον
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον, ομόγνωμος, σύμφωνος
2. αυτός που εκφράζεται ή γίνεται με σύμφωνη γνώμη όλων («ομόφωνη απόφαση»)
αρχ.
1. αυτός που λέγεται ή τραγουδιέται από πολλούς με όμοια φωνή
2. γραμμ. (για λέξη) αυτός που έχει τον ίδιο τύπο.
επίρρ...
ομοφώνως και ομόφωνα (ΑΜ ὁμοφώνως)
με σύμφωνη γνώμη, με ομοφωνία
αρχ.
με το ίδιο όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος, πολύ-φωνος].
Greek Monotonic
ὁμόφωνος: -ον (φωνή),
I. αυτός που μιλάει την ίδια γλώσσα με άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
II. αυτός που έχει τον ίδιο ήχο ή τον ίδιο τόνο, σε συνήχηση, σε ταυτοφωνία με, τινι, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὁμό-φωνος, ον, φωνή
I. speaking the same language with others, c. dat., Hdt., Thuc., etc.
II. of the same sound or tone, in unison with, τινι Aesch.
English (Woodhouse)
speaking the same dialect as, speaking the same language as