συνεπιτείνω: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sunepitei/nw
|Beta Code=sunepitei/nw
|Definition=<span class="bld">A</span> [[help]] to [[strain]] or [[intensify]], αὐτῶν τὴν ὀργήν Plb.3.13.1; τὴν [[ψυχρότητα]] Plu.2.691c, etc.:—Pass., to [[be increased along with]], τινι ib.1020c: abs., Herod.Med. ap. Aët.9.37.<br><span class="bld">2</span> intr., [[agree]] in [[intensity]] with, τινι Arist.Insomn.460b13, v.l.in Plu.2.451d.
|Definition=<span class="bld">A</span> [[help]] to [[strain]] or [[intensify]], αὐτῶν τὴν ὀργήν Plb.3.13.1; τὴν [[ψυχρότητα]] Plu.2.691c, etc.:—Pass., to [[be increased along with]], τινι ib.1020c: abs., Herod.Med. ap. Aët.9.37.<br><span class="bld">2</span> intr., [[agree]] in [[intensity]] with, τινι Arist.Insomn.460b13, v.l.in Plu.2.451d.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> [[tendre]] <i>ou</i> allonger ensemble;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> contribuer à rendre plus intense, augmenter, accroître;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> s'accorder en intensité avec, devenir plus intense en même temps que, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιτείνω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>mit od. [[zugleich]] [[anspannen]], [[anstrengen]]</i>, Plut.; dah. = <i>[[vergrößern]]</i>, τὴν ὀργήν τινος, Pol. 3; 13.1.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπιτείνω:'''<br /><b class="num">1</b> [[одновременно растягивать]], [[удлинять]] (τὸ [[διάγραμμα]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[увеличивать]], [[усиливать]] (τὴν ὀργήν τινος Polyb.; τὴν ψυχρότητα Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[увеличиваться]], [[возрастать]] Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπιτείνω''': ἀπὸ κοινοῦ [[ἐπιτείνω]], συντελῶ πρὸς αὔξησιν, τὴν ὀργήν τινος Πολύβ. 3. 13, 1· τὴν ψυχρότητα Πλούτ. 2. 691Β· τὰ ἀλγεινὰ Βασίλ., κλπ. ― Παθ., συναυξάνομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Πλούτ. 2. 1020C. 2) ἀμεταβ., συμφωνῶ κατὰ τὴν ἔντασιν [[πρός]] τι, τινὶ Ἀριστ. περὶ Ἐνυπν. 2, 17, πρβλ. Πλούτ. 2. 451Ε.
|lstext='''συνεπιτείνω''': ἀπὸ κοινοῦ [[ἐπιτείνω]], συντελῶ πρὸς αὔξησιν, τὴν ὀργήν τινος Πολύβ. 3. 13, 1· τὴν ψυχρότητα Πλούτ. 2. 691Β· τὰ ἀλγεινὰ Βασίλ., κλπ. ― Παθ., συναυξάνομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Πλούτ. 2. 1020C. 2) ἀμεταβ., συμφωνῶ κατὰ τὴν ἔντασιν [[πρός]] τι, τινὶ Ἀριστ. περὶ Ἐνυπν. 2, 17, πρβλ. Πλούτ. 2. 451Ε.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> tendre <i>ou</i> allonger ensemble;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> contribuer à rendre plus intense, augmenter, accroître;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> s’accorder en intensité avec, devenir plus intense en même temps que, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιτείνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἐπιτείνω]]<br />έχω την [[ίδια]] [[ένταση]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰ τῶν παθῶν θρέμματα τῷ λογισμῷ συμπαρόντα καὶ συνεπιτείνονα ταῑς ἀρεταῑς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[συντελώ]] στην [[αύξηση]] ή στην [[ένταση]] (α. «συνεπέτεινε δ' αὐτῶν τὴν ὀργήν», <b>Πολ.</b><br />β. «τὴν [[ψυχρότητα]] τοῦ ὕδατος συνεπιτείνει καὶ ὁ [[λίθος]]», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=ΜΑ [[ἐπιτείνω]]<br />έχω την [[ίδια]] [[ένταση]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰ τῶν παθῶν θρέμματα τῷ λογισμῷ συμπαρόντα καὶ συνεπιτείνονα ταῖς ἀρεταῖς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[συντελώ]] στην [[αύξηση]] ή στην [[ένταση]] (α. «συνεπέτεινε δ' αὐτῶν τὴν ὀργήν», <b>Πολ.</b><br />β. «τὴν [[ψυχρότητα]] τοῦ ὕδατος συνεπιτείνει καὶ ὁ [[λίθος]]», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεπιτείνω:''' μέλ. <i>-τενῶ</i>, [[συντελώ]] στην [[αύξηση]], [[επιτείνω]] από κοινού, σε Πολύβ.
|lsmtext='''συνεπιτείνω:''' μέλ. <i>-τενῶ</i>, [[συντελώ]] στην [[αύξηση]], [[επιτείνω]] από κοινού, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπιτείνω:'''<br /><b class="num">1)</b> одновременно растягивать, удлинять (τὸ [[διάγραμμα]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> увеличивать, усиливать (τὴν ὀργήν τινος Polyb.; τὴν ψυχρότητα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> увеличиваться, возрастать Arst., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -τενῶ<br />to [[help]] to [[aggravate]], Polyb.
|mdlsjtxt=fut. -τενῶ<br />to [[help]] to [[aggravate]], Polyb.
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιτείνω Medium diacritics: συνεπιτείνω Low diacritics: συνεπιτείνω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΤΕΙΝΩ
Transliteration A: synepiteínō Transliteration B: synepiteinō Transliteration C: synepiteino Beta Code: sunepitei/nw

English (LSJ)

A help to strain or intensify, αὐτῶν τὴν ὀργήν Plb.3.13.1; τὴν ψυχρότητα Plu.2.691c, etc.:—Pass., to be increased along with, τινι ib.1020c: abs., Herod.Med. ap. Aët.9.37.
2 intr., agree in intensity with, τινι Arist.Insomn.460b13, v.l.in Plu.2.451d.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 tendre ou allonger ensemble;
2 fig. contribuer à rendre plus intense, augmenter, accroître;
II. intr. s'accorder en intensité avec, devenir plus intense en même temps que, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπιτείνω.

German (Pape)

mit od. zugleich anspannen, anstrengen, Plut.; dah. = vergrößern, τὴν ὀργήν τινος, Pol. 3; 13.1.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιτείνω:
1 одновременно растягивать, удлинять (τὸ διάγραμμα Plut.);
2 увеличивать, усиливать (τὴν ὀργήν τινος Polyb.; τὴν ψυχρότητα Plut.);
3 увеличиваться, возрастать Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιτείνω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπιτείνω, συντελῶ πρὸς αὔξησιν, τὴν ὀργήν τινος Πολύβ. 3. 13, 1· τὴν ψυχρότητα Πλούτ. 2. 691Β· τὰ ἀλγεινὰ Βασίλ., κλπ. ― Παθ., συναυξάνομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλούτ. 2. 1020C. 2) ἀμεταβ., συμφωνῶ κατὰ τὴν ἔντασιν πρός τι, τινὶ Ἀριστ. περὶ Ἐνυπν. 2, 17, πρβλ. Πλούτ. 2. 451Ε.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπιτείνω
έχω την ίδια ένταση με κάτι άλλο («τὰ τῶν παθῶν θρέμματα τῷ λογισμῷ συμπαρόντα καὶ συνεπιτείνονα ταῖς ἀρεταῖς», Πλούτ.)
αρχ.
συντελώ στην αύξηση ή στην ένταση (α. «συνεπέτεινε δ' αὐτῶν τὴν ὀργήν», Πολ.
β. «τὴν ψυχρότητα τοῦ ὕδατος συνεπιτείνει καὶ ὁ λίθος», Πλούτ.).

Greek Monotonic

συνεπιτείνω: μέλ. -τενῶ, συντελώ στην αύξηση, επιτείνω από κοινού, σε Πολύβ.

Middle Liddell

fut. -τενῶ
to help to aggravate, Polyb.