χειραγωγώ: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → many things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=χειραγωγῶ, -έω ΝΜΑ [[χειραγωγός]]<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] κάποιον κρατώντας τον από το [[χέρι]] (α. «[[ὥσπερ]] τυφλὸν ἐχειραγώγει», <b>Γρηγ. Ναζ.</b><br />β. «δεσπότην [[μετὰ]] τῆς μητρὸς ἐχειραγώγει», [[Ποσειδών]].)<br /><b>2.</b> [[καθοδηγώ]] (α. «τὴν τοῦ νόμου παίδευσιν | |mltxt=χειραγωγῶ, -έω ΝΜΑ [[χειραγωγός]]<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] κάποιον κρατώντας τον από το [[χέρι]] (α. «[[ὥσπερ]] τυφλὸν ἐχειραγώγει», <b>Γρηγ. Ναζ.</b><br />β. «δεσπότην [[μετὰ]] τῆς μητρὸς ἐχειραγώγει», [[Ποσειδών]].)<br /><b>2.</b> [[καθοδηγώ]] (α. «τὴν τοῦ νόμου παίδευσιν χειραγωγοῦσαν ἡμᾶς εἰς Χριστόν», Ωριγ.<br />β. «κυβερνήτου τὴν ὁλκάδα χειραγωγοῦν | ||
τος», Ηλιόδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατευθύνω]] κάποιον [[εκεί]] όπου [[θέλω]], [[στρέφω]] κάποιον στην [[κατεύθυνση]] που [[θέλω]] εγώ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:32, 9 September 2022
Greek Monolingual
χειραγωγῶ, -έω ΝΜΑ χειραγωγός
1. οδηγώ κάποιον κρατώντας τον από το χέρι (α. «ὥσπερ τυφλὸν ἐχειραγώγει», Γρηγ. Ναζ.
β. «δεσπότην μετὰ τῆς μητρὸς ἐχειραγώγει», Ποσειδών.)
2. καθοδηγώ (α. «τὴν τοῦ νόμου παίδευσιν χειραγωγοῦσαν ἡμᾶς εἰς Χριστόν», Ωριγ.
β. «κυβερνήτου τὴν ὁλκάδα χειραγωγοῦν
τος», Ηλιόδ.)
νεοελλ.
κατευθύνω κάποιον εκεί όπου θέλω, στρέφω κάποιον στην κατεύθυνση που θέλω εγώ.