υπουργός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η / [[ὑπουργός]], -όν, NMA, θηλ. και [[υπουργίνα]] Ν, και [[ὑποεργός]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανώτατος]] [[κρατικός]] [[λειτουργός]] που διευθύνει [[υπουργείο]] και [[μαζί]] με τους άλλους υπουργούς και τον πρωθυπουργό αποτελούν την [[κυβέρνηση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> η [[υπουργίνα]]<br />α) [[γυναίκα]] [[υπουργός]]<br />β) η [[σύζυγος]] του υπουργού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει [[εξυπηρέτηση]], που συντελεί να γίνει [[κάτι]] («τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ... ἀποπήγνυσθαι τὸ [[αἷμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[βοηθός]], [[υπηρέτης]] (α. «ἔδει Μωϋσέα μὲν θαυμάζειν ὡς νόμου διάκονον καὶ [[χάριτος]] ὑπουργὸν... ὑπερθαυμάζειν δὲ τὸν Ἐμμανουὴλ... ὡς υἱὸν ἀληθινὸν τοῦ Θεοῡ», Κύριλλ.<br />β. «ὑπουργοὶ τῶν οἰκοδόμων», <b>Πολ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπουργῶς</i> και δ. γρφ. <i>ὑπούργως</i> Α<br />με [[ευπείθεια]], πειθαρχικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>τεχν</i>-<i>ουργός</i>. Ο νεοελλ. τ. του θηλ. [[υπουργίνα]] (<span style="color: red;"><</span> [[υπουργός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίνα</i> [<b>πρβλ.</b> <i>δικαστ</i>-<i>ίνα</i>]) μαρτυρείται από το 1845 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή].
|mltxt=ο, η / [[ὑπουργός]], -όν, NMA, θηλ. και [[υπουργίνα]] Ν, και [[ὑποεργός]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανώτατος]] [[κρατικός]] [[λειτουργός]] που διευθύνει [[υπουργείο]] και [[μαζί]] με τους άλλους υπουργούς και τον πρωθυπουργό αποτελούν την [[κυβέρνηση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> η [[υπουργίνα]]<br />α) [[γυναίκα]] [[υπουργός]]<br />β) η [[σύζυγος]] του υπουργού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει [[εξυπηρέτηση]], που συντελεί να γίνει [[κάτι]] («τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ... ἀποπήγνυσθαι τὸ [[αἷμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[βοηθός]], [[υπηρέτης]] (α. «ἔδει Μωϋσέα μὲν θαυμάζειν ὡς νόμου διάκονον καὶ [[χάριτος]] ὑπουργὸν... ὑπερθαυμάζειν δὲ τὸν Ἐμμανουὴλ... ὡς υἱὸν ἀληθινὸν τοῦ Θεοῦ», Κύριλλ.<br />β. «ὑπουργοὶ τῶν οἰκοδόμων», <b>Πολ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπουργῶς</i> και δ. γρφ. <i>ὑπούργως</i> Α<br />με [[ευπείθεια]], πειθαρχικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>τεχν</i>-<i>ουργός</i>. Ο νεοελλ. τ. του θηλ. [[υπουργίνα]] (<span style="color: red;"><</span> [[υπουργός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίνα</i> [[[πρβλ]]. [[δικαστίνα]]]) μαρτυρείται από το 1845 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή].
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 10 May 2023

Greek Monolingual

ο, η / ὑπουργός, -όν, NMA, θηλ. και υπουργίνα Ν, και ὑποεργός Α
νεοελλ.
1. ανώτατος κρατικός λειτουργός που διευθύνει υπουργείο και μαζί με τους άλλους υπουργούς και τον πρωθυπουργό αποτελούν την κυβέρνηση
2. το θηλ. η υπουργίνα
α) γυναίκα υπουργός
β) η σύζυγος του υπουργού
μσν.-αρχ.
1. αυτός που προσφέρει εξυπηρέτηση, που συντελεί να γίνει κάτι («τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ... ἀποπήγνυσθαι τὸ αἷμα», Ξεν.)
2. ως ουσ. βοηθός, υπηρέτης (α. «ἔδει Μωϋσέα μὲν θαυμάζειν ὡς νόμου διάκονον καὶ χάριτος ὑπουργὸν... ὑπερθαυμάζειν δὲ τὸν Ἐμμανουὴλ... ὡς υἱὸν ἀληθινὸν τοῦ Θεοῦ», Κύριλλ.
β. «ὑπουργοὶ τῶν οἰκοδόμων», Πολ.).
επίρρ...
ὑπουργῶς και δ. γρφ. ὑπούργως Α
με ευπείθεια, πειθαρχικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. τεχν-ουργός. Ο νεοελλ. τ. του θηλ. υπουργίνα (< υπουργός + κατάλ. -ίνα [[[πρβλ]]. δικαστίνα]) μαρτυρείται από το 1845 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή].