κωφώνω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM κωφῶ, -όω, Μ και [[κωφώνω]]) [[κωφός]]<br />[[προξενώ]] [[κώφωση]] σε κάποιον, [[κουφαίνω]]<br />(μσν. -αρχ.) [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] να εξασθενήσει ή να σταματήσει (α. «[[κωφώνω]] τὰ δάκρυα» — [[πνίγω]] τα δάκρυα<br />β. «ὀδύνας κωφοῑ», Ιπποκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>κωφοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[είμαι]] [[νωθρός]] σε [[κάτι]]<br />β) [[σιωπώ]] («ἐκωφώθην καὶ ἐταπεινώθην καὶ ἐσίγησα», ΠΔ)<br />γ) κολοβώνομαι<br />δ) (για [[νερό]]) [[χάνω]] τη [[φρεσκάδα]] μου.
|mltxt=(AM κωφῶ, -όω, Μ και [[κωφώνω]]) [[κωφός]]<br />[[προξενώ]] [[κώφωση]] σε κάποιον, [[κουφαίνω]]<br />(μσν. -αρχ.) [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] να εξασθενήσει ή να σταματήσει (α. «[[κωφώνω]] τὰ δάκρυα» — [[πνίγω]] τα δάκρυα<br />β. «ὀδύνας κωφοῖ», Ιπποκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>κωφοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[είμαι]] [[νωθρός]] σε [[κάτι]]<br />β) [[σιωπώ]] («ἐκωφώθην καὶ ἐταπεινώθην καὶ ἐσίγησα», ΠΔ)<br />γ) κολοβώνομαι<br />δ) (για [[νερό]]) [[χάνω]] τη [[φρεσκάδα]] μου.
}}
}}

Latest revision as of 14:41, 6 February 2024

Greek Monolingual

(AM κωφῶ, -όω, Μ και κωφώνω) κωφός
προξενώ κώφωση σε κάποιον, κουφαίνω
(μσν. -αρχ.) κάνω κάποιον ή κάτι να εξασθενήσει ή να σταματήσει (α. «κωφώνω τὰ δάκρυα» — πνίγω τα δάκρυα
β. «ὀδύνας κωφοῖ», Ιπποκρ.)
αρχ.
παθ. κωφοῦμαι, -όομαι
α) είμαι νωθρός σε κάτι
β) σιωπώ («ἐκωφώθην καὶ ἐταπεινώθην καὶ ἐσίγησα», ΠΔ)
γ) κολοβώνομαι
δ) (για νερό) χάνω τη φρεσκάδα μου.