τυφλώνω: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τυφλῶ, -όω, ΝΜΑ [[τυφλός]]<br />[[καθιστώ]] κάποιον τυφλό, [[στερώ]] από κάποιον την όραση (α. «τον τύφλωσαν με πυρωμένο [[σίδερο]]» β. «τοὺς δὲ δούλους οἱ Σκύθαι πάντας τυφλοῡσι τοῦ γάλακτος εἵνεκεν τοῦ πίνουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ισχυρό φως) [[σκοτίζω]], [[αμβλύνω]] την όραση κάποιου («οι προβολείς μάς τύφλωσαν»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[σκοτίζω]], [[θολώνω]] τήν [[κρίση]] κάποιου («το [[πάθος]] του τον τύφλωσε»)<br />β) <b>ειρων.</b> [[μουντζώνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(σχετικά με [[φυτό]]) [[καταστρέφω]] τους οφθαλμούς («τυφλοῦνὀφθαλμοὺς ἀμπέλου», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποφράσσω]], [[κλείνω]] («τυφλοῦντὰς [[διόδους]] ἁμάξαις», Αιν. Τακτ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αμβλύνω]], [[αχρηστεύω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>τυφλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[είμαι]] [[άχρηστος]], [[ανώφελος]], δεν [[φέρνω]] [[αποτέλεσμα]] («[[οὔτοι]] τετύφλωται μακρὸς [[μόχθος]] ἀνδρῶν», <b>Πίνδ.</b>)<br />β) (για [[φωνή]]) [[παύω]], [[σιωπώ]].
|mltxt=τυφλῶ, -όω, ΝΜΑ [[τυφλός]]<br />[[καθιστώ]] κάποιον τυφλό, [[στερώ]] από κάποιον την όραση (α. «τον τύφλωσαν με πυρωμένο [[σίδερο]]» β. «τοὺς δὲ δούλους οἱ Σκύθαι πάντας τυφλοῦσι τοῦ γάλακτος εἵνεκεν τοῦ πίνουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ισχυρό φως) [[σκοτίζω]], [[αμβλύνω]] την όραση κάποιου («οι προβολείς μάς τύφλωσαν»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[σκοτίζω]], [[θολώνω]] τήν [[κρίση]] κάποιου («το [[πάθος]] του τον τύφλωσε»)<br />β) <b>ειρων.</b> [[μουντζώνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(σχετικά με [[φυτό]]) [[καταστρέφω]] τους οφθαλμούς («τυφλοῦν ὀφθαλμοὺς ἀμπέλου», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποφράσσω]], [[κλείνω]] («τυφλοῦν τὰς [[διόδους]] ἁμάξαις», Αιν. Τακτ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αμβλύνω]], [[αχρηστεύω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>τυφλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[είμαι]] [[άχρηστος]], [[ανώφελος]], δεν [[φέρνω]] [[αποτέλεσμα]] («[[οὔτοι]] τετύφλωται μακρὸς [[μόχθος]] ἀνδρῶν», <b>Πίνδ.</b>)<br />β) (για [[φωνή]]) [[παύω]], [[σιωπώ]].
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 28 March 2021

Greek Monolingual

τυφλῶ, -όω, ΝΜΑ τυφλός
καθιστώ κάποιον τυφλό, στερώ από κάποιον την όραση (α. «τον τύφλωσαν με πυρωμένο σίδερο» β. «τοὺς δὲ δούλους οἱ Σκύθαι πάντας τυφλοῦσι τοῦ γάλακτος εἵνεκεν τοῦ πίνουσι», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. (για ισχυρό φως) σκοτίζω, αμβλύνω την όραση κάποιου («οι προβολείς μάς τύφλωσαν»)
2. μτφ. α) σκοτίζω, θολώνω τήν κρίση κάποιου («το πάθος του τον τύφλωσε»)
β) ειρων. μουντζώνω
μσν.-αρχ.
(σχετικά με φυτό) καταστρέφω τους οφθαλμούς («τυφλοῦν ὀφθαλμοὺς ἀμπέλου», Γεωπ.)
αρχ.
1. αποφράσσω, κλείνω («τυφλοῦν τὰς διόδους ἁμάξαις», Αιν. Τακτ.)
2. μτφ. αμβλύνω, αχρηστεύω
3. μέσ. τυφλοῦμαι, -όομαι
α) είμαι άχρηστος, ανώφελος, δεν φέρνω αποτέλεσμαοὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν», Πίνδ.)
β) (για φωνή) παύω, σιωπώ.