μνααίος: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μνααῖος και μναῖος και μνάϊος -α, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[βάρος]] το οποίο ισοδυναμεί με μία μνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μνᾶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δοχ</i>-<i>αίος</i>). Ο τ. [[μναῖος]] / <i>μνάϊος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μνᾶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
|mltxt=μνααῖος και μναῖος και μνάϊος -α, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[βάρος]] το οποίο ισοδυναμεί με μία μνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μνᾶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[δοχαίος]]). Ο τ. [[μναῖος]] / <i>μνάϊος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μνᾶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 06:55, 13 May 2023

Greek Monolingual

μνααῖος και μναῖος και μνάϊος -α, -ον (Α)
αυτός που έχει βάρος το οποίο ισοδυναμεί με μία μνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνᾶ + κατάλ. -αῖος (πρβλ. δοχαίος). Ο τ. μναῖος / μνάϊος < μνᾶ + κατάλ. -ιος].