ὁλμίσκος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=olmiskos
|Transliteration C=olmiskos
|Beta Code=o(lmi/skos
|Beta Code=o(lmi/skos
|Definition=ὁ, Dim. of <span class="sense"><span class="bld">A</span> ὅλμος ''ΙΙ'', [[socket of the hinge of a door]], <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>10.54</span>, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>3.1177.232</span> (ii A. D.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[tooth-socket]], <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Onom.</span>55</span>; [[the hollows of the molar teeth]], <span class="bibl">Poll.2.93</span>(pl.). </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[frustum of a cone]], POxy.470r.35.</span>
|Definition=ὁ, ''Dim. of''<br><span class="bld">A</span> [[ὅλμος]] ''ΙΙ'', [[socket]] of the [[hinge]] of a [[door]], S.E.M.10.54, PLond.3.1177.232 (ii A. D.).<br><span class="bld">2</span> [[tooth-socket]], Ruf.Onom.55; the [[hollow]]s of the [[molar]] [[teeth]], Poll.2.93(pl.).<br><span class="bld">3</span> [[frustum]] of a [[cone]], POxy.470r.35.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0324.png Seite 324]] ὁ, dim. von [[ὅλμος]], kleiner Mörser; bei Sext. Emp. adv. phys. 2, 54 der Angelhaken an der Thür; Poll. 2, 93 erkl. αἱ τῶν μύλων κοιλότητες, s. [[ὅλμος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0324.png Seite 324]] ὁ, dim. von [[ὅλμος]], kleiner Mörser; bei Sext. Emp. adv. phys. 2, 54 der Angelhaken an der Thür; Poll. 2, 93 erkl. αἱ τῶν μύλων κοιλότητες, s. [[ὅλμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁλμίσκος:''' ὁ [demin. к [[ὅλμος]] дверной крюк (на который надевается дверная петля) Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὁλμίσκος]]) [[όλμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μικρός]] όλμος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κοίλη]] σιδερένια [[υποδοχή]] στην οποία εισέρχεται η [[στρόφιγγα]] της θύρας προκειμένου να ανοίξει ή να κλείσει («ἐπὶ τῆς κλεισμένης ἢ ἀνοιγομένης θύρας ὁ μὲν κατὰ τοῦ ὁλμίσκου βεβηκὼς στροφεὺς τῷ αὐτῷ ἐν στρέφεται τόπῳ», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>2.</b> [[φατνίο]] δοντιού<br /><b>3.</b> [[τεμάχιο]] κώνου<br /><b>4.</b> μικρό [[γουδί]].
|mltxt=ο (Α [[ὁλμίσκος]]) [[όλμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μικρός]] όλμος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κοίλη]] σιδερένια [[υποδοχή]] στην οποία εισέρχεται η [[στρόφιγγα]] της θύρας προκειμένου να ανοίξει ή να κλείσει («ἐπὶ τῆς κλεισμένης ἢ ἀνοιγομένης θύρας ὁ μὲν κατὰ τοῦ ὁλμίσκου βεβηκὼς στροφεὺς τῷ αὐτῷ ἐν στρέφεται τόπῳ», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>2.</b> [[φατνίο]] δοντιού<br /><b>3.</b> [[τεμάχιο]] κώνου<br /><b>4.</b> μικρό [[γουδί]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁλμίσκος:''' ὁ [demin. к [[ὅλμος]] дверной крюк (на который надевается дверная петля) Sext.
}}
}}

Latest revision as of 09:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλμίσκος Medium diacritics: ὁλμίσκος Low diacritics: ολμίσκος Capitals: ΟΛΜΙΣΚΟΣ
Transliteration A: holmískos Transliteration B: holmiskos Transliteration C: olmiskos Beta Code: o(lmi/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of
A ὅλμος ΙΙ, socket of the hinge of a door, S.E.M.10.54, PLond.3.1177.232 (ii A. D.).
2 tooth-socket, Ruf.Onom.55; the hollows of the molar teeth, Poll.2.93(pl.).
3 frustum of a cone, POxy.470r.35.

German (Pape)

[Seite 324] ὁ, dim. von ὅλμος, kleiner Mörser; bei Sext. Emp. adv. phys. 2, 54 der Angelhaken an der Thür; Poll. 2, 93 erkl. αἱ τῶν μύλων κοιλότητες, s. ὅλμος.

Russian (Dvoretsky)

ὁλμίσκος: ὁ [demin. к ὅλμος дверной крюк (на который надевается дверная петля) Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλμίσκος: ὁ, ὑποκοριστ. τοῦ ὅλμος ΙΙ, μικρὸν ἰγδίον, Πολυδ. Β΄, 93. 2) τὸ κοῖλον σιδήριον εἰς ὃ εἰσέρχεται ὁ στρόφιγξ τῆς ἀνοιγόμενης καὶ κλειομένης θύρας, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 54.

Greek Monolingual

ο (Α ὁλμίσκος) όλμος
νεοελλ.
μικρός όλμος
αρχ.
1. η κοίλη σιδερένια υποδοχή στην οποία εισέρχεται η στρόφιγγα της θύρας προκειμένου να ανοίξει ή να κλείσει («ἐπὶ τῆς κλεισμένης ἢ ἀνοιγομένης θύρας ὁ μὲν κατὰ τοῦ ὁλμίσκου βεβηκὼς στροφεὺς τῷ αὐτῷ ἐν στρέφεται τόπῳ», Σέξτ. Εμπ.)
2. φατνίο δοντιού
3. τεμάχιο κώνου
4. μικρό γουδί.