γυναικομανής: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gynaikomanis
|Transliteration C=gynaikomanis
|Beta Code=gunaikomanh/s
|Beta Code=gunaikomanh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mad for women</b>, <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.167</span>, <span class="bibl">Ph.2.312</span>, Gal.5.396, <span class="title">AP</span>12.86 (Mel.), <span class="bibl">Luc.<span class="title">Alex.</span>11</span>.</span>
|Definition=γυναικομανές, [[mad for women]], Chrysipp.Stoic.3.167, Ph.2.312, Gal.5.396, ''AP''12.86 (Mel.), Luc.''Alex.''11.
}}
{{DGE
|dgtxt=(γῠναικομᾰνής) -ές<br /><b class="num">1</b> [[loco por las mujeres]] τινὲς ... καλοῦσι ... τοὺς φιλογύνας γυναικομανεῖς Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.167, cf. Gal.5.396, εἰσὶ δέ τινες περὶ τὰς ὁμιλίας ἁψίκοροι, γυναικομανεῖς ἐν ταὐτῷ καὶ μισογύναιοι Ph.2.312, ὁ Ποδαλείριος μάχλος καὶ γ. τὴν φύσιν Luc.<i>Alex</i>.11, cf. Pall.<i>H.Laus</i>.65.2, Hsch.s.u. γυναιμανές.<br /><b class="num">2</b> [[que hace enloquecer por las mujeres]] Κύπρις ... γυναικομανῆ φλόγα βάλλει <i>AP</i> 12.86 (Mel.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0510.png Seite 510]] ές, weibertoll, in Weiber verliebt, = [[φιλόγυνος]], Ath. XI, 464 d; [[φλόξ]] Mel. 3; Gall. 1 (V, 49); Luc. Alex. 11.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[fou des femmes]].<br />'''Étymologie:''' [[γυνή]], [[μαίνομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=γυναικομανής -ές &#91;[[γυνή]], [[μαίνομαι]]] [[vrouwengek]].
}}
{{elru
|elrutext='''γυναικομᾰνής:''' [[с ума сходящий по женщинам]] Luc., Anth.
}}
{{ls
|lstext='''γυναικομᾰνής''': -ές, ὁ ἐμμανὴς διὰ γυναῖκας, [[φιλογύνης]] εἰς [[ἄκρον]] βαθμόν, Ἀνθ. Π. 12. 86, Λουκ. Ἀλεξ. 11.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[γυναικομανής]], -ές)<br />[[τρελός]] για γυναίκες, με ασυγκράτητη [[επιθυμία]] για ερωτικές περιπέτειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυνή]], <i>γυναικός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]] ([[πρβλ]]. [[ανδρομανής]], [[γυναιμανής]])).
}}
}}

Latest revision as of 11:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικομᾰνής Medium diacritics: γυναικομανής Low diacritics: γυναικομανής Capitals: ΓΥΝΑΙΚΟΜΑΝΗΣ
Transliteration A: gynaikomanḗs Transliteration B: gynaikomanēs Transliteration C: gynaikomanis Beta Code: gunaikomanh/s

English (LSJ)

γυναικομανές, mad for women, Chrysipp.Stoic.3.167, Ph.2.312, Gal.5.396, AP12.86 (Mel.), Luc.Alex.11.

Spanish (DGE)

(γῠναικομᾰνής) -ές
1 loco por las mujeres τινὲς ... καλοῦσι ... τοὺς φιλογύνας γυναικομανεῖς Chrysipp.Stoic.3.167, cf. Gal.5.396, εἰσὶ δέ τινες περὶ τὰς ὁμιλίας ἁψίκοροι, γυναικομανεῖς ἐν ταὐτῷ καὶ μισογύναιοι Ph.2.312, ὁ Ποδαλείριος μάχλος καὶ γ. τὴν φύσιν Luc.Alex.11, cf. Pall.H.Laus.65.2, Hsch.s.u. γυναιμανές.
2 que hace enloquecer por las mujeres Κύπρις ... γυναικομανῆ φλόγα βάλλει AP 12.86 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 510] ές, weibertoll, in Weiber verliebt, = φιλόγυνος, Ath. XI, 464 d; φλόξ Mel. 3; Gall. 1 (V, 49); Luc. Alex. 11.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fou des femmes.
Étymologie: γυνή, μαίνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυναικομανής -ές [γυνή, μαίνομαι] vrouwengek.

Russian (Dvoretsky)

γυναικομᾰνής: с ума сходящий по женщинам Luc., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

γυναικομᾰνής: -ές, ὁ ἐμμανὴς διὰ γυναῖκας, φιλογύνης εἰς ἄκρον βαθμόν, Ἀνθ. Π. 12. 86, Λουκ. Ἀλεξ. 11.

Greek Monolingual

-ές (AM γυναικομανής, -ές)
τρελός για γυναίκες, με ασυγκράτητη επιθυμία για ερωτικές περιπέτειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + -μανής < μαίνομαι (πρβλ. ανδρομανής, γυναιμανής)).