γυψωτός: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gypsotos
|Transliteration C=gypsotos
|Beta Code=guywto/s
|Beta Code=guywto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">plastered</b>, Hsch. s.v. [[τιτανωτή]].</span>
|Definition=γυψωτή, γυψωτόν, [[plastered]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[τιτανωτή]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[revocado]] Hsch.s.u. τιτανωτή χρόα.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[γυψωτός]], -ή, -όν) [[γυψώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από γύψο ή περιέχει γύψο<br /><b>2.</b> αυτός που έχει αλειφθεί με γύψο.
}}
}}

Latest revision as of 09:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυψωτός Medium diacritics: γυψωτός Low diacritics: γυψωτός Capitals: ΓΥΨΩΤΟΣ
Transliteration A: gypsōtós Transliteration B: gypsōtos Transliteration C: gypsotos Beta Code: guywto/s

English (LSJ)

γυψωτή, γυψωτόν, plastered, Hsch. s.v. τιτανωτή.

Spanish (DGE)

-ή, -όν revocado Hsch.s.u. τιτανωτή χρόα.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α γυψωτός, -ή, -όν) γυψώ
1. αυτός που αποτελείται από γύψο ή περιέχει γύψο
2. αυτός που έχει αλειφθεί με γύψο.