ευπαγής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐπαγής]], -ές (ΑΜ)<br />(για πράγματα) καλά συναρμοσμένος, [[συμπαγής]], [[στερεός]], [[γερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για το [[σώμα]] ή τα [[μέλη]]) καλοφτιαγμένος, [[υγιής]], [[ρωμαλέος]], [[γερός]], καλοδεμένος<br /><b>2.</b> (για [[αίμα]]) αυτός που πήζει εύκολα<br /><b>3.</b> (για ύφος) [[στερεά]] δομημένο, ρωμαλέο<br /><b>4.</b> αυτός που βάφτηκε καλά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐπαγέως</i> (Α)<br />[[στερεά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>επάγην</i> του ρ. [[πήγνυμι]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[εὐπαγής]], -ές (ΑΜ)<br />(για πράγματα) καλά συναρμοσμένος, [[συμπαγής]], [[στερεός]], [[γερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για το [[σώμα]] ή τα [[μέλη]]) καλοφτιαγμένος, [[υγιής]], [[ρωμαλέος]], [[γερός]], καλοδεμένος<br /><b>2.</b> (για [[αίμα]]) αυτός που πήζει εύκολα<br /><b>3.</b> (για ύφος) [[στερεά]] δομημένο, ρωμαλέο<br /><b>4.</b> αυτός που βάφτηκε καλά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐπαγέως</i> (Α)<br />[[στερεά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>επάγην</i> του ρ. [[πήγνυμι]]), [[πρβλ]]. [[απαγής]], [[ημιπαγής]], [[προσωποπαγής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:29, 23 August 2021
Greek Monolingual
εὐπαγής, -ές (ΑΜ)
(για πράγματα) καλά συναρμοσμένος, συμπαγής, στερεός, γερός
αρχ.
1. (για το σώμα ή τα μέλη) καλοφτιαγμένος, υγιής, ρωμαλέος, γερός, καλοδεμένος
2. (για αίμα) αυτός που πήζει εύκολα
3. (για ύφος) στερεά δομημένο, ρωμαλέο
4. αυτός που βάφτηκε καλά.
επίρρ...
εὐπαγέως (Α)
στερεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παγής (< επάγην του ρ. πήγνυμι), πρβλ. απαγής, ημιπαγής, προσωποπαγής].