ευθύπνους: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=εὐθύπνους, -ουν και [[εὐθύπνοος]], -οον (Α)<br /><b>1.</b> (για άνεμο) αυτός που πνέει [[κατευθείαν]] («θοαῑς... ἄν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαί», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[πρόσωπο]]) αυτός που αναπνέει ελεύθερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πνους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πνόος]] <span style="color: red;"><</span> [[πνοή]]), [[πρβλ]]. <i>πυρί</i>-<i>πνους</i>, <i>ά</i>-<i>πνους</i>].
|mltxt=εὐθύπνους, -ουν και [[εὐθύπνοος]], -οον (Α)<br /><b>1.</b> (για άνεμο) αυτός που πνέει [[κατευθείαν]] («θοαῖς... ἄν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαί», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[πρόσωπο]]) αυτός που αναπνέει ελεύθερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πνους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πνόος]] <span style="color: red;"><</span> [[πνοή]]), [[πρβλ]]. [[πυρίπνους]], [[άπνους]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:28, 6 February 2024

Greek Monolingual

εὐθύπνους, -ουν και εὐθύπνοος, -οον (Α)
1. (για άνεμο) αυτός που πνέει κατευθείαν («θοαῖς... ἄν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαί», Πίνδ.)
2. (για πρόσωπο) αυτός που αναπνέει ελεύθερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -πνους (< πνόος < πνοή), πρβλ. πυρίπνους, άπνους].