δαιδαλόεις: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=daidaloeis
|Transliteration C=daidaloeis
|Beta Code=daidalo/eis
|Beta Code=daidalo/eis
|Definition=εσσα, εν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[δαιδάλεος]], [[τεύχεα]] <span class="bibl">Q.S.1.141</span>; βρέτας χρυσῷ δ. <span class="title">AP</span>9.332 (Nossis).</span>
|Definition=δαιδαλόεσσα, δαιδαλόεν, = [[δαιδάλεος]], [[τεύχεα]] Q.S.1.141; βρέτας χρυσῷ δ. ''AP''9.332 (Nossis).
}}
{{DGE
|dgtxt=(δαιδᾰλόεις) -εσσα, -εν<br />[[trabajado artísticamente]], [[adornado]] τὸ [[βρέτας]] ... χρυσῷ δ. <i>AP</i> 9.332 (Noss.), τεύχεα Q.S.1.141.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0514.png Seite 514]] εσσα, εν, = [[δαιδάλεος]], [[βρέτας]] χρυσῷ δ. Noss. 4 (IX, 332); τεύχεα Qu. Sm. 1, 141.
}}
{{elnl
|elnltext=δαιδαλόεις -εσσα -εν [δαίδαλος] [[kunstig bewerkt]], [[versierd]].
}}
{{elru
|elrutext='''δαιδᾰλόεις:''' όεσσα, όεν искусно выполненный или отделанный (τό [[βρέτας]] χρυσῷ δαιδαλόεν Anth.).
}}
{{ls
|lstext='''δαιδαλόεις''': εσσα, εν, = [[δαιδάλεος]], Κόϊντ. Σμ. 1. 141, Ἀνθ. Π. 9. 332.
}}
{{grml
|mltxt=[[δαιδαλόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />[[δαιδάλεος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος [[ποιητικός]] τ. του [[δαιδάλεος]] με [[μετρική]] [[παρέκταση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δαιδαλόεις:''' -εσσα, -εν, = [[δαιδάλεος]], σε Ανθ.
}}
}}

Latest revision as of 11:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιδαλόεις Medium diacritics: δαιδαλόεις Low diacritics: δαιδαλόεις Capitals: ΔΑΙΔΑΛΟΕΙΣ
Transliteration A: daidalóeis Transliteration B: daidaloeis Transliteration C: daidaloeis Beta Code: daidalo/eis

English (LSJ)

δαιδαλόεσσα, δαιδαλόεν, = δαιδάλεος, τεύχεα Q.S.1.141; βρέτας χρυσῷ δ. AP9.332 (Nossis).

Spanish (DGE)

(δαιδᾰλόεις) -εσσα, -εν
trabajado artísticamente, adornado τὸ βρέτας ... χρυσῷ δ. AP 9.332 (Noss.), τεύχεα Q.S.1.141.

German (Pape)

[Seite 514] εσσα, εν, = δαιδάλεος, βρέτας χρυσῷ δ. Noss. 4 (IX, 332); τεύχεα Qu. Sm. 1, 141.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαιδαλόεις -εσσα -εν [δαίδαλος] kunstig bewerkt, versierd.

Russian (Dvoretsky)

δαιδᾰλόεις: όεσσα, όεν искусно выполненный или отделанный (τό βρέτας χρυσῷ δαιδαλόεν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δαιδαλόεις: εσσα, εν, = δαιδάλεος, Κόϊντ. Σμ. 1. 141, Ἀνθ. Π. 9. 332.

Greek Monolingual

δαιδαλόεις, -εσσα, -εν (Α)
δαιδάλεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ποιητικός τ. του δαιδάλεος με μετρική παρέκταση].

Greek Monotonic

δαιδαλόεις: -εσσα, -εν, = δαιδάλεος, σε Ανθ.