θερσιεπής: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thersiepis
|Transliteration C=thersiepis
|Beta Code=qersieph/s
|Beta Code=qersieph/s
|Definition=ές, (θέρσος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bold of speech]], <span class="bibl">B.12.199</span>:—so Θερσίτης, ὁ, as pr. n. in Hom.: pl., <span class="bibl">Ph.2.472</span>.</span>
|Definition=θερσιεπές, ([[θέρσος]]) [[bold of speech]], B.12.199:—so Θερσίτης, ὁ, as pr. n. in Hom.: pl., Ph.2.472.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θερσιεπής]], -ές (Α)<br />αυτός που μιλά με [[θάρρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέρσος]], αιολ. τ. του [[θάρσος]], αττ. [[θάρρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>επής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έπος]]), [[πρβλ]]. <i>αμετρο</i>-<i>επής</i>, <i>καλλι</i>-<i>επής</i>. Για τον σχηματισμό του α' συνθετικού [[πρβλ]]. [[δεξίδωρος]], [[τερψίμβροτος]].
|mltxt=[[θερσιεπής]], -ές (Α)<br />αυτός που μιλά με [[θάρρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέρσος]], αιολ. τ. του [[θάρσος]], αττ. [[θάρρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>επής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έπος]]), [[πρβλ]]. [[αμετροεπής]], [[καλλιεπής]]. Για τον σχηματισμό του α' συνθετικού [[πρβλ]]. [[δεξίδωρος]], [[τερψίμβροτος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερσῐεπής Medium diacritics: θερσιεπής Low diacritics: θερσιεπής Capitals: ΘΕΡΣΙΕΠΗΣ
Transliteration A: thersiepḗs Transliteration B: thersiepēs Transliteration C: thersiepis Beta Code: qersieph/s

English (LSJ)

θερσιεπές, (θέρσος) bold of speech, B.12.199:—so Θερσίτης, ὁ, as pr. n. in Hom.: pl., Ph.2.472.

Greek (Liddell-Scott)

θερσιεπής: -ές, ὁ μετὰ θράσους λαλῶν, Βακχυλ. 12. 199, ἔκδ. Blass.

Greek Monolingual

θερσιεπής, -ές (Α)
αυτός που μιλά με θάρρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρσος, αιολ. τ. του θάρσος, αττ. θάρρος + -επής (< έπος), πρβλ. αμετροεπής, καλλιεπής. Για τον σχηματισμό του α' συνθετικού πρβλ. δεξίδωρος, τερψίμβροτος.