κανονιέρα: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (1 revision imported)
 
(One intermediate revision by one other user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>ναυτ.</b> [[κανονιοφόρος]], μικρό [[σκάφος]] εφοδιασμένο με πυροβόλα μικρού διαμετρήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ. [[πρβλ]]. γαλλ. <i>canonniere</i> <span style="color: red;"><</span> <i>canon</i> ([[πρβλ]]. [[κανόνι]] [Ι]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>iere</i>].
|mltxt=η<br /><b>ναυτ.</b> [[κανονιοφόρος]], μικρό [[σκάφος]] εφοδιασμένο με πυροβόλα μικρού διαμετρήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ. [[πρβλ]]. γαλλ. <i>canonnière</i> <span style="color: red;"><</span> <i>[[canon]]</i> ([[πρβλ]]. [[κανόνι]] [Ι]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>iere</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:24, 11 October 2024

Greek Monolingual

η
ναυτ. κανονιοφόρος, μικρό σκάφος εφοδιασμένο με πυροβόλα μικρού διαμετρήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. canonnière < canon (πρβλ. κανόνι [Ι]) + κατάλ. -iere].