καψούρα: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br />έντονο ερωτικό [[συναίσθημα]] που παραμένει ανικανοποίητο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάψα]] (II) με τη σημ. «σφοδρή [[επιθυμία]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ούρα]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=η<br />έντονο ερωτικό [[συναίσθημα]] που παραμένει ανικανοποίητο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάψα]] (II) με τη σημ. «σφοδρή [[επιθυμία]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ούρα]] ([[πρβλ]]. [[καμπούρα]], [[μουρμούρα]])]. | ||
}} | }} |