μικτοβαρής: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μεικτοβαρής]], -ές 1. αυτός που έχει μικτό, [[δηλαδή]] όχι καθαρό, [[βάρος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μικτοβαρές</i><br />το [[εμπόρευμα]], στο [[βάρος]] του οποίου υπολογίζεται και το [[βάρος]] τών μέσων συσκευασίας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μικτοβαρής]] [[στάθμιση]]» — [[ζύγισμα]] [[κατά]] το οποίο το [[βάρος]] του εμπορεύματος υπολογίζεται [[μαζί]] με το [[βάρος]] του δοχείου ή άλλης συσκευασίας [[μέσα]] στην οποία περιέχεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μικρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i>(<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), [[πρβλ]]. <i>λιπο</i>-<i>βαρής</i>].
|mltxt=και [[μεικτοβαρής]], -ές 1. αυτός που έχει μικτό, [[δηλαδή]] όχι καθαρό, [[βάρος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μικτοβαρές</i><br />το [[εμπόρευμα]], στο [[βάρος]] του οποίου υπολογίζεται και το [[βάρος]] τών μέσων συσκευασίας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μικτοβαρής]] [[στάθμιση]]» — [[ζύγισμα]] [[κατά]] το οποίο το [[βάρος]] του εμπορεύματος υπολογίζεται [[μαζί]] με το [[βάρος]] του δοχείου ή άλλης συσκευασίας [[μέσα]] στην οποία περιέχεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μικρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i>(<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), [[πρβλ]]. [[λιποβαρής]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:50, 8 May 2023

Greek Monolingual

και μεικτοβαρής, -ές 1. αυτός που έχει μικτό, δηλαδή όχι καθαρό, βάρος
2. το ουδ. ως ουσ. το μικτοβαρές
το εμπόρευμα, στο βάρος του οποίου υπολογίζεται και το βάρος τών μέσων συσκευασίας
3. φρ. «μικτοβαρής στάθμιση» — ζύγισμα κατά το οποίο το βάρος του εμπορεύματος υπολογίζεται μαζί με το βάρος του δοχείου ή άλλης συσκευασίας μέσα στην οποία περιέχεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρός + -βαρής(< βάρος), πρβλ. λιποβαρής].