μορφόχρους: Difference between revisions

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μορφόχρους]], -ουν και, -οος, -οον (Α)<br />(πιθ. εσφ. ανάγν. [[αντί]] ευμορφόχρους) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> <i>χροῦς</i> «[[χρώμα]]» ([[πρβλ]]. <i>ροδό</i>-<i>χρους</i>)].
|mltxt=[[μορφόχρους]], -ουν και, -οος, -οον (Α)<br />(πιθ. εσφ. ανάγν. [[αντί]] ευμορφόχρους) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> <i>χροῦς</i> «[[χρώμα]]» ([[πρβλ]]. [[ροδόχρους]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:10, 13 May 2023

Greek Monolingual

μορφόχρους, -ουν και, -οος, -οον (Α)
(πιθ. εσφ. ανάγν. αντί ευμορφόχρους) αυτός που έχει ωραίο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. ροδόχρους)].