ψυχοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ψυχοκτόνος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν<br />αυτός που καταστρέφει την [[ψυχή]], [[ψυχοφθόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), [[πρβλ]]. <i>παιδο</i>-[[κτόνος]].
|mltxt=-α, -ο / [[ψυχοκτόνος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν<br />αυτός που καταστρέφει την [[ψυχή]], [[ψυχοφθόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), [[πρβλ]]. [[παιδοκτόνος]].
}}
}}

Latest revision as of 09:48, 25 August 2021

German (Pape)

[Seite 1404] die Seele tödtend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχοκτόνος: -ον, ὁ ἀποκτείνων τὴν ψυχήν, Κύριλλ.

Greek Monolingual

-α, -ο / ψυχοκτόνος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που καταστρέφει την ψυχή, ψυχοφθόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδοκτόνος.