κρηνούχος: Difference between revisions
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=κρηνοῦχος, -ον (Α)<br />(για τον Ποσειδώνα) [[προστάτης]] τών κρηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρήνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), [[πρβλ]]. [[πολιούχος]], [[τροπαιούχος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:03, 13 June 2022
Greek Monolingual
κρηνοῦχος, -ον (Α)
(για τον Ποσειδώνα) προστάτης τών κρηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. πολιούχος, τροπαιούχος].