εὐεργετέω: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
m (Text replacement - " sts. " to " sometimes ")
m (Text replacement - "E.''Ion'' " to "E.''Ion''")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evergeteo
|Transliteration C=evergeteo
|Beta Code=eu)ergete/w
|Beta Code=eu)ergete/w
|Definition=the augm. [[εὐηργ]]- is sometimes found, esp. in codd., as impf. <span class="sense"><span class="bld">A</span> εὐηργέτουν <span class="bibl">X.<span class="title">Ap.</span> 26</span>: aor. εὐηργέτησα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>835</span>, [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">Din.1.16</span>, but ηὐεργέτησα <span class="bibl">Lys. 9.14</span>: pf. [[εὐηργέτηκα]] [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">Lycurg.140</span>: pf. Pass. εὐηργέτημαι <span class="bibl">X. <span class="title">Mem.</span>2.2.3</span>, <span class="title">SIG</span>798.5 (Cyzicus, i A. D.), but Inscrr. and Pap. have εὐεργέτηκα <span class="title">IG</span>22.573 (iv B. C.), εὐεργέτημαι <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>2.169.26</span> (i A. D.), εὐεργετήθην <span class="title">IG</span>7.2808 (Hyettus, iii A. D.), ηὐεργετημένοι <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>326.16</span> (iii A. D.):—to [[be a benefactor]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>670</span>, <span class="title">IG</span>22.786, etc.; [Ἰησοῦς] διῆλθεν -τῶν <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>10.38</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> to [[be proclaimed as]] εὐεργέτης <span class="bibl">1.2</span>, <span class="title">JHS</span>10.76 (Patara, i A. D.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> c. acc. pers., [[do good services]] or [[show kindness to]] one, τοὺς θανόντας εἰ θέλεις εὐεργετεῖν <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>266.1</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Eu.</span>725</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>1540</span>, Lys. l.c., etc.; ὁ νόμος βούλεται -τεῖν βίον ἀνθρώπων <span class="bibl">Democr.248</span>; εὐ. τὸν δῆμον <span class="title">IG</span>22.791.25, etc.; τὸν θεὸν εὐεργετηκότες <span class="title">SIG</span>417.13 (Delph., iii B. C.): c. acc. cogn., εὐ. τινὰ τὴν μεγίστην εὐεργεσίαν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ap.</span>36c</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">R.</span>615b</span>; <b class="b3">ὅ τι ἂν ἡμᾶς εὐεργετήσῃς</b> ib.<span class="bibl">345a</span>; [[μεγάλως]] or <b class="b3">μεγάλα εὐ</b>., <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.2.10</span>, <span class="bibl">12</span>: c. dat. rei, <b class="b3">χρήμασιν εὐ</b>. ib. <span class="bibl">2</span>:—Pass., [[have a kindness done one]], εὐεργεσίαν εὐεργετηθείς <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>520c</span>; μείζω εὐηργετημένοι <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.2.3</span>; καί τι εὐεργέτηται ὑπ' ἐμοῦ <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cri.</span>43a</span>; ἀντὶ πολλῶν καὶ μεγάλων ὧν εὐεργετήθη παρὰ τοῦ θεοῦ <span class="title">IG</span>7.2808 (Hyettus, iii A. D.); εὐεργετούμενος εἰς χρήματα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>184b</span>.</span>
|Definition=the augm. [[εὐηργετέω]] is sometimes found, especially in codd., as impf.<br><span class="bld">A</span> εὐηργέτουν X.''Ap.'' 26: aor. εὐηργέτησα Ar.''Pl.''835, [[varia lectio|v.l.]] in Din.1.16, but ηὐεργέτησα Lys. 9.14: pf. [[εὐηργέτηκα]] [[varia lectio|v.l.]] in Lycurg.140: pf. Pass. εὐηργέτημαι [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.2.3, ''SIG''798.5 (Cyzicus, i A. D.), but Inscrr. and Pap. have εὐεργέτηκα ''IG''22.573 (iv B. C.), εὐεργέτημαι ''PLond.''2.169.26 (i A. D.), εὐεργετήθην ''IG''7.2808 (Hyettus, iii A. D.), ηὐεργετημένοι ''PTeb.''326.16 (iii A. D.):—to [[be a benefactor]], S.''Ph.''670, ''IG''22.786, etc.; [Ἰησοῦς] διῆλθεν εὐεργετῶν ''Act.Ap.''10.38.<br><span class="bld">2</span> to [[be proclaimed as]] εὐεργέτης 1.2, ''JHS''10.76 (Patara, i A. D.).<br><span class="bld">II</span> c. acc. pers., [[do good services]] or [[show kindness to]] one, τοὺς θανόντας εἰ θέλεις εὐεργετεῖν A.''Fr.''266.1, cf. ''Eu.''725, [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''1540, Lys. [[l.c.]], etc.; ὁ νόμος βούλεται εὐεργετεῖν βίον ἀνθρώπων Democr.248; εὐ. τὸν δῆμον ''IG''22.791.25, etc.; τὸν θεὸν εὐεργετηκότες ''SIG''417.13 (Delph., iii B. C.): c. acc. cogn., εὐ. τινὰ τὴν μεγίστην εὐεργεσίαν Pl.''Ap.''36c, cf. ''R.''615b; <b class="b3">ὅ τι ἂν ἡμᾶς εὐεργετήσῃς</b> ib.345a; [[μεγάλως]] or <b class="b3">μεγάλα εὐ</b>., [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.2.10, 12: c. dat. rei, <b class="b3">χρήμασιν εὐ.</b> ib. 2:—Pass., [[have a kindness done one]], εὐεργεσίαν εὐεργετηθείς [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 520c; μείζω εὐηργετημένοι [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.2.3; καί τι εὐεργέτηται ὑπ' ἐμοῦ Pl.''Cri.''43a; ἀντὶ πολλῶν καὶ μεγάλων ὧν εὐεργετήθη παρὰ τοῦ θεοῦ ''IG''7.2808 (Hyettus, iii A. D.); εὐεργετούμενος εἰς χρήματα [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 184b.
}}
{{bailly
|btext=[[εὐεργετῶ]] :<br /><i>impf.</i> εὐεργέτουν <i>et</i> εὐηργέτουν, <i>f.</i> εὐεργετήσω, <i>ao.</i> εὐεργέτησα, <i>pf.</i> εὐεργέτηκα <i>et</i> εὐηργέτηκα;<br />faire du bien : τινα à qqn ; εὐεργεσίαν εὐ. τινα faire du bien à qqn ; μείζονα εὐεργετημένος XÉN qui a reçu de plus grands bienfaits.<br />'''Étymologie:''' [[εὐεργέτης]].
}}
{{pape
|ptext=<i>ein [[εὐεργέτης]] sein, gut, [[recht]] [[handeln]]</i>, bes. <i>[[Wohltaten]] erzeigen</i>, absol., Soph. <i>Phil</i>. 666; gew. τινά, Aesch. <i>Eum</i>. 695; Eur. <i>I.A</i>. 1413, <i>Ion</i> 1540 und oft; Ar. <i>Plut</i>. 834; in [[Prosa]], z.B. Plat. <i>Crat</i>. 428a; ἕκαστον τὴν μεγίστην εὐεργεσίαν <i>Apol</i>. 36c; εἴ τινας εὐεργεσίας εὐεργετηκότες [[εἶεν]] <i>Rep</i>. X.615b; [[ὅ τι]] ἂν [[ἡμᾶς]] εὐεργετήσῃς I.345a; pass., εὐεργετούμενος ὑφ' ἡμῶν, der von uns [[Wohltaten]] [[erhalten]], Isae. 7.4; καί τι καὶ εὐεργέτηται ὑπ' [[ἐμοῦ]] Plat. <i>Crit</i>. 43a; [[ἄλλην]] εὐεργεσίαν τις εὐεργετηθείς <i>Gorg</i>. 520c; μείζονα εὐεργετημένος Xen. <i>Mem</i>. 2.2.3, <i>der [[größere]] [[Wohltaten]] [[empfangen]] hat</i>. Erst sehr Späte [[verbinden]] es mit dem dat. – Das [[Augment]] [[schwankt]], gew. aber ist εὐεργέτουν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐεργετέω:''' (impf. εὐεργέτουν, aor. εὐεργέτησα, pf. εὐεργέτηκα; pass.: part. aor. εὐεργετηθείς, pf. εὐεργέτημαι)<br /><b class="num">1</b> [[хорошо поступать]], [[делать добро]]: εὐεργετῶν αὐτὰ [[ἐκτησάμην]] Soph. я и сам получил их (т. е. это оружие) за добрые свои дела;<br /><b class="num">2</b> (тж. τὴν εὐεργεσίαν εὐ. Plat.) совершать благодеяние, оказывать услугу (τινα Aesch., Eur., Arph., Lys., Plut.); pass. (тж. εὐεργεσίαν εὐ. Plat.) быть благодетельствуемым, пользоваться услугами Xen., Plut.: εὐεργετούμενος εἰς χρήματα Plat. получающий денежную поддержку.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐεργετέω''': παρατ. εὐεργέτουν Ξεν. Ἀπολ. 26, Ἀγησ. 4. 4 (διάφ. γραφ. εὐηργ-): μέλλ. -ήσω: ἀόρ. εὐεργέτησα Ἰσοκρ. 52 Β, Δείναρχ. 92. 11, εὐηργ- (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις) Ἀριστοφ. Πλ. 835, Λυσίας 111. 22: πρκμ. εὐεργέτηκα Πλάτ. Πολ. 615Β, Δημ. 467 13, εὐηργ-, Λυκοῦργ. 167, 58, κτλ.: - Παθ., μετοχ. τοῦ ἀορ. εὐεργετηθείς, (ἴδε κατωτ.)· πρκμ. εὐεργέτημαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 3 (εὐηργέτ- Δινδόρφ.), Πλάτ. Κρίτων 43Α: - τὰ μνημονευθέντα παραδείγματα δεικνύουσι τὸ ἀβέβαιον παντὸς περὶ τῆς αὐξήσεως τοῦ ῥήματος κανόνος. Εἶμαι [[εὐεργέτης]], [[πράττω]] εὐεργεσίαν, [[κάμνω]] καλὸν εἴς τινα, Σοφ. Φιλ. 670. 2) κηρύττομαι ὡς [[εὐεργέτης]] (2), Ἐπιγρ. ἐν Hell. J. τ. 10. σ. 77. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., [[προσφέρω]] ὑπηρεσίας εἴς τινα, [[πράττω]] καλὸν [[ἔργον]], [[κάμνω]] εὐεργεσίαν εἴς τινα, τοὺς θανόντας εἰ θέλεις εὐεργετεῖν Αἰσχύλ. Εὐμ. 725, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1540, Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., κλ.· [[ὡσαύτως]], εὐεργεσίαν εὐεργ. τινὰ Πλάτ. Ἀπολ. 36C, πρβλ. Πολ. 615Β· ὅ τι ἂν ἡμᾶς εὐεργετήσῃς [[αὐτόθι]] 345Α· [[μεγάλως]] ἢ μεγάλα εὐεργ. Ξεν. Κύρ. 8. 2, 10 καὶ 12· μετὰ δοτ. πράγμ., χρήμασιν εὐεργ. [[αὐτόθι]] 2· - Παθ., [[λαμβάνω]] εὐεργεσίαν, εὐεργεσίαν εὐεργετηθεὶς Πλάτ. Γοργ. 520C· μείζονα εὐεργετημένος Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 3· καὶ τι εὐεργέτησαι ὑπ’ ἐμοῦ Πλάτ. Κρίτων 43Α· [[ὡσαύτως]], εὐεργετούμενος εἰς χρήματα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 184 Β.
|lstext='''εὐεργετέω''': παρατ. εὐεργέτουν Ξεν. Ἀπολ. 26, Ἀγησ. 4. 4 (διάφ. γραφ. εὐηργ-): μέλλ. -ήσω: ἀόρ. εὐεργέτησα Ἰσοκρ. 52 Β, Δείναρχ. 92. 11, εὐηργ- (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις) Ἀριστοφ. Πλ. 835, Λυσίας 111. 22: πρκμ. εὐεργέτηκα Πλάτ. Πολ. 615Β, Δημ. 467 13, εὐηργ-, Λυκοῦργ. 167, 58, κτλ.: - Παθ., μετοχ. τοῦ ἀορ. εὐεργετηθείς, (ἴδε κατωτ.)· πρκμ. εὐεργέτημαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 3 (εὐηργέτ- Δινδόρφ.), Πλάτ. Κρίτων 43Α: - τὰ μνημονευθέντα παραδείγματα δεικνύουσι τὸ ἀβέβαιον παντὸς περὶ τῆς αὐξήσεως τοῦ ῥήματος κανόνος. Εἶμαι [[εὐεργέτης]], [[πράττω]] εὐεργεσίαν, [[κάμνω]] καλὸν εἴς τινα, Σοφ. Φιλ. 670. 2) κηρύττομαι ὡς [[εὐεργέτης]] (2), Ἐπιγρ. ἐν Hell. J. τ. 10. σ. 77. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., [[προσφέρω]] ὑπηρεσίας εἴς τινα, [[πράττω]] καλὸν [[ἔργον]], [[κάμνω]] εὐεργεσίαν εἴς τινα, τοὺς θανόντας εἰ θέλεις εὐεργετεῖν Αἰσχύλ. Εὐμ. 725, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1540, Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., κλ.· [[ὡσαύτως]], εὐεργεσίαν εὐεργ. τινὰ Πλάτ. Ἀπολ. 36C, πρβλ. Πολ. 615Β· ὅ τι ἂν ἡμᾶς εὐεργετήσῃς [[αὐτόθι]] 345Α· [[μεγάλως]] ἢ μεγάλα εὐεργ. Ξεν. Κύρ. 8. 2, 10 καὶ 12· μετὰ δοτ. πράγμ., χρήμασιν εὐεργ. [[αὐτόθι]] 2· - Παθ., [[λαμβάνω]] εὐεργεσίαν, εὐεργεσίαν εὐεργετηθεὶς Πλάτ. Γοργ. 520C· μείζονα εὐεργετημένος Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 3· καὶ τι εὐεργέτησαι ὑπ’ ἐμοῦ Πλάτ. Κρίτων 43Α· [[ὡσαύτως]], εὐεργετούμενος εἰς χρήματα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 184 Β.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> εὐεργέτουν <i>et</i> εὐηργέτουν, <i>f.</i> εὐεργετήσω, <i>ao.</i> εὐεργέτησα, <i>pf.</i> εὐεργέτηκα <i>et</i> εὐηργέτηκα;<br />faire du bien : τινα à qqn ; εὐεργεσίαν εὐ. τινα faire du bien à qqn ; μείζονα εὐεργετημένος XÉN qui a reçu de plus grands bienfaits.<br />'''Étymologie:''' [[εὐεργέτης]].
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 26: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐεργετέω:''' παρατ. <i>εὐεργέτουν</i>, μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>εὐεργέτησα</i>, παρακ. <i>εὐεργέτηκα</i> — Παθ., μτχ. αορ. αʹ <i>εὐεργετηθείς</i>, παρακ. <i>εὐεργέτημαι</i> ([[εὐεργέτης]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ενεργώ]] με καλούς σκοπούς, κάνω καλό, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[παρέχω]] καλές υπηρεσίες ή [[επιδεικνύω]] [[καλοσύνη]] σε κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>εὐεργεσίαν εὐεργ. τινά</i>, [[ευεργετώ]] κάποιον, σε Πλάτ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[αποδέκτης]] ευεργεσίας, ευεργετούμαι, <i>εὐεργεσίαν εὐεργετηθείς</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''εὐεργετέω:''' παρατ. <i>εὐεργέτουν</i>, μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>εὐεργέτησα</i>, παρακ. <i>εὐεργέτηκα</i> — Παθ., μτχ. αορ. αʹ <i>εὐεργετηθείς</i>, παρακ. <i>εὐεργέτημαι</i> ([[εὐεργέτης]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ενεργώ]] με καλούς σκοπούς, κάνω καλό, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[παρέχω]] καλές υπηρεσίες ή [[επιδεικνύω]] [[καλοσύνη]] σε κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>εὐεργεσίαν εὐεργ. τινά</i>, [[ευεργετώ]] κάποιον, σε Πλάτ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[αποδέκτης]] ευεργεσίας, ευεργετούμαι, <i>εὐεργεσίαν εὐεργετηθείς</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐεργετέω:''' (impf. εὐεργέτουν, aor. εὐεργέτησα, pf. εὐεργέτηκα; pass.: part. aor. εὐεργετηθείς, pf. εὐεργέτημαι)<br /><b class="num">1)</b> хорошо поступать, делать добро: εὐεργετῶν αὐτὰ [[ἐκτησάμην]] Soph. я и сам получил их (т. е. это оружие) за добрые свои дела;<br /><b class="num">2)</b> (тж. τὴν εὐεργεσίαν εὐ. Plat.) совершать благодеяние, оказывать услугу (τινα Aesch., Eur., Arph., Lys., Plut.); pass. (тж. εὐεργεσίαν εὐ. Plat.) быть благодетельствуемым, пользоваться услугами Xen., Plut.: εὐεργετούμενος εἰς χρήματα Plat. получающий денежную поддержку.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 36: Line 39:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':eÙergetšw 由-誒而給帖哦<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':好-行為<br />'''字義溯源''':要慈善,益處,行善;源自([[εὐεργέτης]])=善行者);由([[εὖ]] / [[εὖγε]])=好)與([[ἔργον]])=行為)組成;其中 ([[εὖ]] / [[εὖγε]])出自([[εὐρύχωρος]])X*=善),而 ([[ἔργον]])出自([[ἔργον]])X*=工作)<br />'''同源字''':1) ([[ἐργάζομαι]])去行,作工 2) ([[εὐεργετέω]])要慈善 參讀 ([[ἀγαθοεργέω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 行善(1) 徒10:38
|sngr='''原文音譯''':eÙergetšw 由-誒而給帖哦<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':好-行為<br />'''字義溯源''':要慈善,益處,行善;源自([[εὐεργέτης]])=善行者);由([[εὖ]] / [[εὖγε]])=好)與([[ἔργον]])=行為)組成;其中 ([[εὖ]] / [[εὖγε]])出自([[εὐρύχωρος]])X*=善),而 ([[ἔργον]])出自([[ἔργον]])X*=工作)<br />'''同源字''':1) ([[ἐργάζομαι]])去行,作工 2) ([[εὐεργετέω]])要慈善 參讀 ([[ἀγαθοεργέω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 行善(1) 徒10:38
}}
{{elmes
|esmgtx=[[hacer el bien]] como acción de la divinidad c. ac. ἐξορκίζω σέ, ... κατὰ τοῦ κυριεύοντος τὴν ὅλην οἰκουμένην καὶ εὐεργετοῦντος τὰ πάντα <b class="b3">te conjuro por el que domina toda la tierra y por el que hace el bien en todo</b> P VII 839 abs. ἐλθέ <μοι>, κυρι' Ἑρμῆ, τῷ δεῖνα, εὐεργέτησον, ἀγαθοποιὲ τῆς οἰκουμένης <b class="b3">ven a mí, señor Hermes, a fulano, hazme el bien, benefactor de la tierra</b> P VIII 16
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 25 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεργετέω Medium diacritics: εὐεργετέω Low diacritics: ευεργετέω Capitals: ΕΥΕΡΓΕΤΕΩ
Transliteration A: euergetéō Transliteration B: euergeteō Transliteration C: evergeteo Beta Code: eu)ergete/w

English (LSJ)

the augm. εὐηργετέω is sometimes found, especially in codd., as impf.
A εὐηργέτουν X.Ap. 26: aor. εὐηργέτησα Ar.Pl.835, v.l. in Din.1.16, but ηὐεργέτησα Lys. 9.14: pf. εὐηργέτηκα v.l. in Lycurg.140: pf. Pass. εὐηργέτημαι X.Mem.2.2.3, SIG798.5 (Cyzicus, i A. D.), but Inscrr. and Pap. have εὐεργέτηκα IG22.573 (iv B. C.), εὐεργέτημαι PLond.2.169.26 (i A. D.), εὐεργετήθην IG7.2808 (Hyettus, iii A. D.), ηὐεργετημένοι PTeb.326.16 (iii A. D.):—to be a benefactor, S.Ph.670, IG22.786, etc.; [Ἰησοῦς] διῆλθεν εὐεργετῶν Act.Ap.10.38.
2 to be proclaimed as εὐεργέτης 1.2, JHS10.76 (Patara, i A. D.).
II c. acc. pers., do good services or show kindness to one, τοὺς θανόντας εἰ θέλεις εὐεργετεῖν A.Fr.266.1, cf. Eu.725, E.Ion1540, Lys. l.c., etc.; ὁ νόμος βούλεται εὐεργετεῖν βίον ἀνθρώπων Democr.248; εὐ. τὸν δῆμον IG22.791.25, etc.; τὸν θεὸν εὐεργετηκότες SIG417.13 (Delph., iii B. C.): c. acc. cogn., εὐ. τινὰ τὴν μεγίστην εὐεργεσίαν Pl.Ap.36c, cf. R.615b; ὅ τι ἂν ἡμᾶς εὐεργετήσῃς ib.345a; μεγάλως or μεγάλα εὐ., X.Cyr.8.2.10, 12: c. dat. rei, χρήμασιν εὐ. ib. 2:—Pass., have a kindness done one, εὐεργεσίαν εὐεργετηθείς Pl.Grg. 520c; μείζω εὐηργετημένοι X.Mem.2.2.3; καί τι εὐεργέτηται ὑπ' ἐμοῦ Pl.Cri.43a; ἀντὶ πολλῶν καὶ μεγάλων ὧν εὐεργετήθη παρὰ τοῦ θεοῦ IG7.2808 (Hyettus, iii A. D.); εὐεργετούμενος εἰς χρήματα Pl.Smp. 184b.

French (Bailly abrégé)

εὐεργετῶ :
impf. εὐεργέτουν et εὐηργέτουν, f. εὐεργετήσω, ao. εὐεργέτησα, pf. εὐεργέτηκα et εὐηργέτηκα;
faire du bien : τινα à qqn ; εὐεργεσίαν εὐ. τινα faire du bien à qqn ; μείζονα εὐεργετημένος XÉN qui a reçu de plus grands bienfaits.
Étymologie: εὐεργέτης.

German (Pape)

ein εὐεργέτης sein, gut, recht handeln, bes. Wohltaten erzeigen, absol., Soph. Phil. 666; gew. τινά, Aesch. Eum. 695; Eur. I.A. 1413, Ion 1540 und oft; Ar. Plut. 834; in Prosa, z.B. Plat. Crat. 428a; ἕκαστον τὴν μεγίστην εὐεργεσίαν Apol. 36c; εἴ τινας εὐεργεσίας εὐεργετηκότες εἶεν Rep. X.615b; ὅ τι ἂν ἡμᾶς εὐεργετήσῃς I.345a; pass., εὐεργετούμενος ὑφ' ἡμῶν, der von uns Wohltaten erhalten, Isae. 7.4; καί τι καὶ εὐεργέτηται ὑπ' ἐμοῦ Plat. Crit. 43a; ἄλλην εὐεργεσίαν τις εὐεργετηθείς Gorg. 520c; μείζονα εὐεργετημένος Xen. Mem. 2.2.3, der größere Wohltaten empfangen hat. Erst sehr Späte verbinden es mit dem dat. – Das Augment schwankt, gew. aber ist εὐεργέτουν.

Russian (Dvoretsky)

εὐεργετέω: (impf. εὐεργέτουν, aor. εὐεργέτησα, pf. εὐεργέτηκα; pass.: part. aor. εὐεργετηθείς, pf. εὐεργέτημαι)
1 хорошо поступать, делать добро: εὐεργετῶν αὐτὰ ἐκτησάμην Soph. я и сам получил их (т. е. это оружие) за добрые свои дела;
2 (тж. τὴν εὐεργεσίαν εὐ. Plat.) совершать благодеяние, оказывать услугу (τινα Aesch., Eur., Arph., Lys., Plut.); pass. (тж. εὐεργεσίαν εὐ. Plat.) быть благодетельствуемым, пользоваться услугами Xen., Plut.: εὐεργετούμενος εἰς χρήματα Plat. получающий денежную поддержку.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεργετέω: παρατ. εὐεργέτουν Ξεν. Ἀπολ. 26, Ἀγησ. 4. 4 (διάφ. γραφ. εὐηργ-): μέλλ. -ήσω: ἀόρ. εὐεργέτησα Ἰσοκρ. 52 Β, Δείναρχ. 92. 11, εὐηργ- (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις) Ἀριστοφ. Πλ. 835, Λυσίας 111. 22: πρκμ. εὐεργέτηκα Πλάτ. Πολ. 615Β, Δημ. 467 13, εὐηργ-, Λυκοῦργ. 167, 58, κτλ.: - Παθ., μετοχ. τοῦ ἀορ. εὐεργετηθείς, (ἴδε κατωτ.)· πρκμ. εὐεργέτημαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 3 (εὐηργέτ- Δινδόρφ.), Πλάτ. Κρίτων 43Α: - τὰ μνημονευθέντα παραδείγματα δεικνύουσι τὸ ἀβέβαιον παντὸς περὶ τῆς αὐξήσεως τοῦ ῥήματος κανόνος. Εἶμαι εὐεργέτης, πράττω εὐεργεσίαν, κάμνω καλὸν εἴς τινα, Σοφ. Φιλ. 670. 2) κηρύττομαι ὡς εὐεργέτης (2), Ἐπιγρ. ἐν Hell. J. τ. 10. σ. 77. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., προσφέρω ὑπηρεσίας εἴς τινα, πράττω καλὸν ἔργον, κάμνω εὐεργεσίαν εἴς τινα, τοὺς θανόντας εἰ θέλεις εὐεργετεῖν Αἰσχύλ. Εὐμ. 725, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1540, Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., κλ.· ὡσαύτως, εὐεργεσίαν εὐεργ. τινὰ Πλάτ. Ἀπολ. 36C, πρβλ. Πολ. 615Β· ὅ τι ἂν ἡμᾶς εὐεργετήσῃς αὐτόθι 345Α· μεγάλως ἢ μεγάλα εὐεργ. Ξεν. Κύρ. 8. 2, 10 καὶ 12· μετὰ δοτ. πράγμ., χρήμασιν εὐεργ. αὐτόθι 2· - Παθ., λαμβάνω εὐεργεσίαν, εὐεργεσίαν εὐεργετηθεὶς Πλάτ. Γοργ. 520C· μείζονα εὐεργετημένος Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 3· καὶ τι εὐεργέτησαι ὑπ’ ἐμοῦ Πλάτ. Κρίτων 43Α· ὡσαύτως, εὐεργετούμενος εἰς χρήματα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 184 Β.

Spanish

hacer el bien

English (Strong)

from εὐεργέτης; to be philanthropic: do good.

English (Thayer)

ἐυεργέτω; (εὐεργέτης), to do good, bestow benefits: Sept.; often in Attic writings.)

Greek Monotonic

εὐεργετέω: παρατ. εὐεργέτουν, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ εὐεργέτησα, παρακ. εὐεργέτηκα — Παθ., μτχ. αορ. αʹ εὐεργετηθείς, παρακ. εὐεργέτημαι (εὐεργέτης
I. ενεργώ με καλούς σκοπούς, κάνω καλό, σε Σοφ.
II. με αιτ. προσ., παρέχω καλές υπηρεσίες ή επιδεικνύω καλοσύνη σε κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ.· εὐεργεσίαν εὐεργ. τινά, ευεργετώ κάποιον, σε Πλάτ. — Παθ., γίνομαι αποδέκτης ευεργεσίας, ευεργετούμαι, εὐεργεσίαν εὐεργετηθείς, στον ίδ.

Middle Liddell

εὐεργέτης
I. to do well, do good, Soph.
II. c. acc. pers. to do good services or show kindness to one, Aesch., Eur.; εὐεργεσίαν εὐεργ. τινά to do one a kindness, Plat.:—Pass. to have a kindness done one, εὐεργεσίαν εὐεργετηθείς Eur.

Chinese

原文音譯:eÙergetšw 由-誒而給帖哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:好-行為
字義溯源:要慈善,益處,行善;源自(εὐεργέτης)=善行者);由(εὖ / εὖγε)=好)與(ἔργον)=行為)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善),而 (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)
同源字:1) (ἐργάζομαι)去行,作工 2) (εὐεργετέω)要慈善 參讀 (ἀγαθοεργέω)同義字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 行善(1) 徒10:38

Léxico de magia

hacer el bien como acción de la divinidad c. ac. ἐξορκίζω σέ, ... κατὰ τοῦ κυριεύοντος τὴν ὅλην οἰκουμένην καὶ εὐεργετοῦντος τὰ πάντα te conjuro por el que domina toda la tierra y por el que hace el bien en todo P VII 839 abs. ἐλθέ <μοι>, κυρι' Ἑρμῆ, τῷ δεῖνα, εὐεργέτησον, ἀγαθοποιὲ τῆς οἰκουμένης ven a mí, señor Hermes, a fulano, hazme el bien, benefactor de la tierra P VIII 16