ὑδροφόβος: Difference between revisions
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ydrofovos | |Transliteration C=ydrofovos | ||
|Beta Code=u(dro/fobos | |Beta Code=u(dro/fobos | ||
|Definition=(parox.), ον, < | |Definition=(parox.), ον,<br><span class="bld">A</span> [[having a horror of water]], [[having hydrophobia]], Arr.''Epict.''4.4.20 (cod. Sm.rec.), Gal.10.627.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], ὑδροφόβος, ὁ, or [[ὑδροφόβον]], τό (gender uncertain), = [[ὑδροφοβία]], Dsc.Ther. Praef., Gal.16.621. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / ὑδρόφοβος, -ον, ΝΑ<br />αυτός που φοβάται παθολογικά το [[νερό]], που πάσχει από [[υδροφοβία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> α) (για χημ. [[είδος]]) αυτός που έχει την [[τάση]] να μη συνδέεται με μόρια νερού («υδρόφοβες ουσίες»)<br />β) (για λυόφοβο κολλοειδές [[σύστημα]]) αυτός που έχει ως [[μέσο]] διασποράς το [[νερό]], από τα μόρια του οποίου τείνουν να απωθούνται τα διεσπαρμένα τεμαχίδιά του<br /><b>αρχ.</b><br />(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ [[ὑδροφόβος]] και <i>τὸ ὑδροφόβον</i><br />η [[υδροφοβία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόβος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόβος]]), | |mltxt=-η, -ο / ὑδρόφοβος, -ον, ΝΑ<br />αυτός που φοβάται παθολογικά το [[νερό]], που πάσχει από [[υδροφοβία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> α) (για χημ. [[είδος]]) αυτός που έχει την [[τάση]] να μη συνδέεται με μόρια νερού («υδρόφοβες ουσίες»)<br />β) (για λυόφοβο κολλοειδές [[σύστημα]]) αυτός που έχει ως [[μέσο]] διασποράς το [[νερό]], από τα μόρια του οποίου τείνουν να απωθούνται τα διεσπαρμένα τεμαχίδιά του<br /><b>αρχ.</b><br />(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ [[ὑδροφόβος]] και <i>τὸ ὑδροφόβον</i><br />η [[υδροφοβία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόβος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόβος]]), [[πρβλ]]. [[ὀνειρόφοβος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[υδρόφοβος]]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[υδρόφοβος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
(parox.), ον,
A having a horror of water, having hydrophobia, Arr.Epict.4.4.20 (cod. Sm.rec.), Gal.10.627.
II as substantive, ὑδροφόβος, ὁ, or ὑδροφόβον, τό (gender uncertain), = ὑδροφοβία, Dsc.Ther. Praef., Gal.16.621.
German (Pape)
[Seite 1174] 1) wasserscheu. – 2) ὁ u. ἡ ὑδροφόβος, = ὑδροφοβία, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροφόβος: -ον, ὁ φοβούμενος τὸ ὕδωρ, ὁ πάσχων ἐξ ὑδροφοβίας, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 20. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ὑδροφόβος, ὁ, = ὑδροφοβία, Διοσκ. π. Ἰοβόλ. σ. 45, 66, Γαλην., κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑδρόφοβος, -ον, ΝΑ
αυτός που φοβάται παθολογικά το νερό, που πάσχει από υδροφοβία
νεοελλ.
χημ. α) (για χημ. είδος) αυτός που έχει την τάση να μη συνδέεται με μόρια νερού («υδρόφοβες ουσίες»)
β) (για λυόφοβο κολλοειδές σύστημα) αυτός που έχει ως μέσο διασποράς το νερό, από τα μόρια του οποίου τείνουν να απωθούνται τα διεσπαρμένα τεμαχίδιά του
αρχ.
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ ὑδροφόβος και τὸ ὑδροφόβον
η υδροφοβία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -φόβος (< φόβος), πρβλ. ὀνειρόφοβος].
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. υδρόφοβος.