σπανός: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
m (Text replacement - "αὐτοῡ" to "αὐτοῦ")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spanos
|Transliteration C=spanos
|Beta Code=spano/s
|Beta Code=spano/s
|Definition=ή, όν,= [[σπάνιος]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rare]], [[uncommon]], Hsch.; [[lacking]], mostly in compds.; esp.,= [[σπανοπώγων]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>144</span>, <span class="bibl">Polem.Phgn.2.35</span>; = [[malebarbis]], Gloss. Adv. <b class="b3">-νῶς</b>, [[rariter]], ib.</span>
|Definition=σπανή, σπανόν,= [[σπάνιος]], [[rare]], [[uncommon]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; [[lacking]], mostly in compds.; esp.,= [[σπανοπώγων]], Ptol.Tetr.144, Polem.Phgn.2.35; = [[malebarbis]], ''Glossaria'' Adv. [[σπανῶς]], [[rarely]], Lat. [[rariter]], ib.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[σπανός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει αραιές ή δεν έχει [[καθόλου]] [[τρίχες]] στο πρόσωπό του (α. «ήταν [[γέρος]] και [[σπανός]] και [[άσχημος]]» β. «τὸ [[εἶδος]] αὐτοῦ... σπανόν, ἐπὶ τοῦ χείλους μόνον ἔχων [[τρίχας]], καὶ εἰς τὸ [[ἄκρον]] τοῦ πώγωνος», Παλλάδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που δεν έχει [[βλάστηση]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «μόνο τα γένια του σπανού δεν γίνονται» — δηλώνει ότι όλα [[είναι]] δυνατόν να γίνουν, εάν υπάρχει [[θέληση]], [[εκτός]] από τα φύσει αδύνατα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «Σπανού [[ἀκολουθία]]» — σατιρικό [[κείμενο]] ανώνυμου συγγραφέα της ύστερης βυζαντινής περιόδου, [[παρωδία]] που ακολουθεί τα [[πρότυπα]] της εκκλησιαστικής υμνολογίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σπάνιος]], [[ασυνήθιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[έλλειψη]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τίμιον, πολλοῡ ἄξιόν ἐστιν». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπανῶς</i> Α<br />αραιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπανοπώγων]], με [[απόσπαση]] του α' συνθετικού (<b>πρβλ.</b> [[σπάγκος]] <span style="color: red;"><</span> <i>σπαγκο</i>-<i>ραμμένος</i>), ενώ κατ' άλλους <span style="color: red;"><</span> [[σπάνιος]]. Ο τ. [[τέλος]], που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> <i>σπανόν</i><br /><i>τίμιον</i> [[είναι]] πιθ. υποχωρ. παράγωγο του [[σπανίζω]].<br /> <b>(II)</b><br />-ή, -όν, ΜΑ<br />[[φαιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[σπανός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει αραιές ή δεν έχει [[καθόλου]] [[τρίχες]] στο πρόσωπό του (α. «ήταν [[γέρος]] και [[σπανός]] και [[άσχημος]]» β. «τὸ [[εἶδος]] αὐτοῦ... σπανόν, ἐπὶ τοῦ χείλους μόνον ἔχων [[τρίχας]], καὶ εἰς τὸ [[ἄκρον]] τοῦ πώγωνος», Παλλάδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που δεν έχει [[βλάστηση]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «μόνο τα γένια του σπανού δεν γίνονται» — δηλώνει ότι όλα [[είναι]] δυνατόν να γίνουν, εάν υπάρχει [[θέληση]], [[εκτός]] από τα φύσει αδύνατα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «Σπανού [[ἀκολουθία]]» — σατιρικό [[κείμενο]] ανώνυμου συγγραφέα της ύστερης βυζαντινής περιόδου, [[παρωδία]] που ακολουθεί τα [[πρότυπα]] της εκκλησιαστικής υμνολογίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σπάνιος]], [[ασυνήθιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[έλλειψη]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τίμιον, πολλοῦ ἄξιόν ἐστιν». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπανῶς</i> Α<br />αραιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπανοπώγων]], με [[απόσπαση]] του α' συνθετικού (<b>πρβλ.</b> [[σπάγκος]] <span style="color: red;"><</span> <i>σπαγκο</i>-<i>ραμμένος</i>), ενώ κατ' άλλους <span style="color: red;"><</span> [[σπάνιος]]. Ο τ. [[τέλος]], που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> <i>σπανόν</i><br /><i>τίμιον</i> [[είναι]] πιθ. υποχωρ. παράγωγο του [[σπανίζω]].<br /> <b>(II)</b><br />-ή, -όν, ΜΑ<br />[[φαιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[grey]] (pap.) cf. Reiter, Farven Weiss, Grau, Braun 93.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)<br />Etymology: Furnée 339 etc. connects [[σπάνις]].
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[grey]] (pap.) cf. Reiter, Farven Weiss, Grau, Braun 93.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)<br />Etymology: Furnée 339 etc. connects [[σπάνις]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[λιγοστός]], [[φτωχός]]). Ὄπως τό [[σπάνιος]], ἀπό τό οὐσ. [[σπάνις]]. Ἀρχικά ἦταν σπανϝός → [[σπανός]]. Σύνθετο: [[σπανοπώγων]] (=μέ [[ἀραιά]] γένια). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη [[σπάνις]].
}}
}}

Latest revision as of 09:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰνός Medium diacritics: σπανός Low diacritics: σπανός Capitals: ΣΠΑΝΟΣ
Transliteration A: spanós Transliteration B: spanos Transliteration C: spanos Beta Code: spano/s

English (LSJ)

σπανή, σπανόν,= σπάνιος, rare, uncommon, Hsch.; lacking, mostly in compds.; esp.,= σπανοπώγων, Ptol.Tetr.144, Polem.Phgn.2.35; = malebarbis, Glossaria Adv. σπανῶς, rarely, Lat. rariter, ib.

German (Pape)

[Seite 916] von Sachen, selten, in geringer Anzahl vorhanden, u. von Personen, Mangel leidend, dürftig, arm, scheint nur in den VLL. vorzukommen.

Greek (Liddell-Scott)

σπανός: -ή, -όν, = σπάνιος, ἀσυνήθης, «τίμιον, πολλοῦ ἄξιόν ἐστιν» Ἡσύχ.· - ὁ ἔχων ἔλλειψιν, μάλιστα ἐν συνθέσει· παρὰ δὲ Βυζαντ. = σπανοπώγων.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό / σπανός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που έχει αραιές ή δεν έχει καθόλου τρίχες στο πρόσωπό του (α. «ήταν γέρος και σπανός και άσχημος» β. «τὸ εἶδος αὐτοῦ... σπανόν, ἐπὶ τοῦ χείλους μόνον ἔχων τρίχας, καὶ εἰς τὸ ἄκρον τοῦ πώγωνος», Παλλάδ.)
νεοελλ.
1. (για τόπο) αυτός που δεν έχει βλάστηση
2. παροιμ. φρ. «μόνο τα γένια του σπανού δεν γίνονται» — δηλώνει ότι όλα είναι δυνατόν να γίνουν, εάν υπάρχει θέληση, εκτός από τα φύσει αδύνατα
νεοελλ.-μσν.
φρ. «Σπανού ἀκολουθία» — σατιρικό κείμενο ανώνυμου συγγραφέα της ύστερης βυζαντινής περιόδου, παρωδία που ακολουθεί τα πρότυπα της εκκλησιαστικής υμνολογίας
μσν.-αρχ.
σπάνιος, ασυνήθιστος
αρχ.
1. αυτός που έχει έλλειψη από κάτι
2. (κατά τον Ησύχ.) «τίμιον, πολλοῦ ἄξιόν ἐστιν».
επίρρ...
σπανῶς Α
αραιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπανοπώγων, με απόσπαση του α' συνθετικού (πρβλ. σπάγκος < σπαγκο-ραμμένος), ενώ κατ' άλλους < σπάνιος. Ο τ. τέλος, που παραδίδει ο Ησύχ. σπανόν
τίμιον είναι πιθ. υποχωρ. παράγωγο του σπανίζω.
(II)
-ή, -όν, ΜΑ
φαιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: grey (pap.) cf. Reiter, Farven Weiss, Grau, Braun 93.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Furnée 339 etc. connects σπάνις.

Mantoulidis Etymological

(=λιγοστός, φτωχός). Ὄπως τό σπάνιος, ἀπό τό οὐσ. σπάνις. Ἀρχικά ἦταν σπανϝός → σπανός. Σύνθετο: σπανοπώγων (=μέ ἀραιά γένια). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη σπάνις.