φθαρτικός: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
mNo edit summary |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fthartikos | |Transliteration C=fthartikos | ||
|Beta Code=fqartiko/s | |Beta Code=fqartiko/s | ||
|Definition= | |Definition=φθαρτική, φθαρτικόν, [[destructive]], c. gen., <b class="b3">φθαρτικὰ ἀλλήλων τὰ ἐναντία</b> one of another, Arist.''Ph.''192a21; ἡ κακία φ. ἀρχῆς Id.''EN''1140b19; πόλεως φ. Id.''Pol.''1281a20: abs., Id.''Po.''1452b11; opp. [[ποιητικός]], [[γενητικός]], Id.''Top.''114b17, 124a25; ζῷα οὐ φ. Porph.''Abst.''1.11; φθαρτικὰ φαρμακεῖαι Plu. 2.134e; [[φάρμακα]] [[deadly]] [[poison]]s, Dsc.3.45; <b class="b3">ἐμβρύων φθαρτικός</b>, [[varia lectio|v.l.]] for [[φθόριος]], Id.2 166, cf. 1.105; φθαρτικὴ δύναμις Gal.11.764. Adv. [[φθαρτικῶς]] Arist.''Top.''153b32. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1270.png Seite 1270]] verderbend, verderblich, schädlich, tödtlich; [[μανία]] [[ἕξις]] φθαρτικὴ ἀληθοῦς ὑπολήψεως Plat. Defin. 416; ἡ [[κακία]] φθαρτικὴ ἀρχῆς Arist. eth. Nic. 6, 5,6; Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1270.png Seite 1270]] [[verderbend]], [[verderblich]], [[schädlich]], [[tödtlich]]; [[μανία]] [[ἕξις]] φθαρτικὴ ἀληθοῦς ὑπολήψεως Plat. Defin. 416; ἡ [[κακία]] φθαρτικὴ ἀρχῆς Arist. eth. Nic. 6, 5,6; Plut. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />propre à corrompre <i>ou</i> à détruire, gén..<br />'''Étymologie:''' [[φθείρω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φθαρτικός:''' [[разрушающий]], [[уничтожающий]], [[гибельный]] (φαρμακεῖαι Plut.): φθαρτικὰ [[ἀλλήλων]] τὰ [[ἐναντία]] Arst. противоположности уничтожают друг друга. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φθαρτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φθοράν, καταστρεπτικός, ἀντίθετον τῷ [[γεννητικός]], [[ποιητικός]], μετὰ γεν., φθαρτικὰ [[ἀλλήλων]] τὰ ἐναντία, καταστρέφουσιν ἄλληλα, Ἀριστ. Φυσ. 1. 9, 4· ἡ [[κακία]] φθ. τῆς ἀρχῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 5, 6, πρβλ. Πολιτικ. 3. 10, 2, Ποιητικ. 11, 10· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 9, 6., 4. 4, 3, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 7. 3, 7. | |lstext='''φθαρτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φθοράν, καταστρεπτικός, ἀντίθετον τῷ [[γεννητικός]], [[ποιητικός]], μετὰ γεν., φθαρτικὰ [[ἀλλήλων]] τὰ ἐναντία, καταστρέφουσιν ἄλληλα, Ἀριστ. Φυσ. 1. 9, 4· ἡ [[κακία]] φθ. τῆς ἀρχῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 5, 6, πρβλ. Πολιτικ. 3. 10, 2, Ποιητικ. 11, 10· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 9, 6., 4. 4, 3, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 7. 3, 7. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φθαρτικός:''' -ή, -όν, [[καταστρεπτικός]] σε, <i>τινος</i>, σε Αριστ. | |lsmtext='''φθαρτικός:''' -ή, -όν, [[καταστρεπτικός]] σε, <i>τινος</i>, σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[φθαρτικός]], ή, όν<br />[[destructive]] of, τινος Arist. | |mdlsjtxt=[[φθαρτικός]], ή, όν<br />[[destructive]] of, τινος Arist. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:37, 14 April 2024
English (LSJ)
φθαρτική, φθαρτικόν, destructive, c. gen., φθαρτικὰ ἀλλήλων τὰ ἐναντία one of another, Arist.Ph.192a21; ἡ κακία φ. ἀρχῆς Id.EN1140b19; πόλεως φ. Id.Pol.1281a20: abs., Id.Po.1452b11; opp. ποιητικός, γενητικός, Id.Top.114b17, 124a25; ζῷα οὐ φ. Porph.Abst.1.11; φθαρτικὰ φαρμακεῖαι Plu. 2.134e; φάρμακα deadly poisons, Dsc.3.45; ἐμβρύων φθαρτικός, v.l. for φθόριος, Id.2 166, cf. 1.105; φθαρτικὴ δύναμις Gal.11.764. Adv. φθαρτικῶς Arist.Top.153b32.
German (Pape)
[Seite 1270] verderbend, verderblich, schädlich, tödtlich; μανία ἕξις φθαρτικὴ ἀληθοῦς ὑπολήψεως Plat. Defin. 416; ἡ κακία φθαρτικὴ ἀρχῆς Arist. eth. Nic. 6, 5,6; Plut.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à corrompre ou à détruire, gén..
Étymologie: φθείρω.
Russian (Dvoretsky)
φθαρτικός: разрушающий, уничтожающий, гибельный (φαρμακεῖαι Plut.): φθαρτικὰ ἀλλήλων τὰ ἐναντία Arst. противоположности уничтожают друг друга.
Greek (Liddell-Scott)
φθαρτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φθοράν, καταστρεπτικός, ἀντίθετον τῷ γεννητικός, ποιητικός, μετὰ γεν., φθαρτικὰ ἀλλήλων τὰ ἐναντία, καταστρέφουσιν ἄλληλα, Ἀριστ. Φυσ. 1. 9, 4· ἡ κακία φθ. τῆς ἀρχῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 5, 6, πρβλ. Πολιτικ. 3. 10, 2, Ποιητικ. 11, 10· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 9, 6., 4. 4, 3, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 7. 3, 7.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φθαρτικός, -ή, -όν, ΝΑ
βλαβερός, ολέθριος
νεοελλ.
ιατρ. φθαρτογενής.
επίρρ...
φθαρτικώς / φθαρτικῶς, ΝΑ, και φθαρτικά Ν
με καταστρεπτικό, επιβλαβή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθαρ- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. φθείρω + κατάλ. -τικός).
Greek Monotonic
φθαρτικός: -ή, -όν, καταστρεπτικός σε, τινος, σε Αριστ.
Middle Liddell
φθαρτικός, ή, όν
destructive of, τινος Arist.