σανδαράκινος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sandarakinos
|Transliteration C=sandarakinos
|Beta Code=sandara/kinos
|Beta Code=sandara/kinos
|Definition=η, ον, [[of orange colour]], Hdt.1.98, Ael.NA17.23, Philostr.VA3.14:—also [[σανδαραχώδης]], ες, Ruf.Fr.67.4, Gal.17(1).834.
|Definition=η, ον, [[of orange colour]], [[Herodotus|Hdt.]]1.98, Ael.NA17.23, Philostr.VA3.14:—also [[σανδαραχώδης]], ες, Ruf.Fr.67.4, Gal.17(1).834.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0861.png Seite 861]] von Sandarach, bes. sandarachroth, Her. 1, 98; Ael. H. A. 17, 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0861.png Seite 861]] von Sandarach, bes. sandarachroth, Her. 1, 98; Ael. H. A. 17, 23.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σανδᾰράκῐνος''': -η, -ον, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] σανδαράκης, ἢ «πορτοκαλί», Ἡρόδ. 1. 98, Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· - [[ὡσαύτως]] σανδαραχώδης, ες, Ideler Φυσ. 2. 74.
|btext=ος, ον :<br />[[d'un rouge arsenic]].<br />'''Étymologie:''' [[σανδαράκη]].
}}
{{elnl
|elnltext=σανδαράκινος -η -ον [σανδαράκη] van realgar: oranjerood.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />d’un rouge arsenic.<br />'''Étymologie:''' [[σανδαράκη]].
|elrutext='''σανδᾰράκῐνος:''' (ρᾰ) оранжево-красный Her.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ον, Α<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της σανδαράκης, [[πορτοκαλής]], [[πορτοκαλόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σανδαράκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ξύλ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=-η, -ον, Α<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της σανδαράκης, [[πορτοκαλής]], [[πορτοκαλόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σανδαράκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[ξύλινος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σανδᾰράκῐνος:''' -η, -ον, αυτός που έχει πορτοκαλί [[απόχρωση]], [[πορτοκαλής]], [[ξανθοκόκκινος]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''σανδᾰράκῐνος:''' -η, -ον, αυτός που έχει πορτοκαλί [[απόχρωση]], [[πορτοκαλής]], [[ξανθοκόκκινος]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σανδᾰράκῐνος:''' (ρᾰ) оранжево-красный Her.
|lstext='''σανδᾰράκῐνος''': , -ον, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] σανδαράκης, ἢ «πορτοκαλί», Ἡρόδ. 1. 98, Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· - [[ὡσαύτως]] σανδαραχώδης, ες, Ideler Φυσ. 2. 74.
}}
{{elnl
|elnltext=σανδαράκινος -η -ον [σανδαράκη] van realgar: oranjerood.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σανδᾰράκῐνος, η, ον [from σᾰνδᾰράκη]<br />of [[orange]] [[colour]], Hdt.
|mdlsjtxt=σανδᾰράκῐνος, η, ον [from σᾰνδᾰράκη]<br />of [[orange]] [[colour]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σανδᾰράκῐνος Medium diacritics: σανδαράκινος Low diacritics: σανδαράκινος Capitals: ΣΑΝΔΑΡΑΚΙΝΟΣ
Transliteration A: sandarákinos Transliteration B: sandarakinos Transliteration C: sandarakinos Beta Code: sandara/kinos

English (LSJ)

η, ον, of orange colour, Hdt.1.98, Ael.NA17.23, Philostr.VA3.14:—also σανδαραχώδης, ες, Ruf.Fr.67.4, Gal.17(1).834.

German (Pape)

[Seite 861] von Sandarach, bes. sandarachroth, Her. 1, 98; Ael. H. A. 17, 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'un rouge arsenic.
Étymologie: σανδαράκη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σανδαράκινος -η -ον [σανδαράκη] van realgar: oranjerood.

Russian (Dvoretsky)

σανδᾰράκῐνος: (ρᾰ) оранжево-красный Her.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
αυτός που έχει το χρώμα της σανδαράκης, πορτοκαλής, πορτοκαλόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σανδαράκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλινος)].

Greek Monotonic

σανδᾰράκῐνος: -η, -ον, αυτός που έχει πορτοκαλί απόχρωση, πορτοκαλής, ξανθοκόκκινος, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

σανδᾰράκῐνος: -η, -ον, ὁ ἔχων χρῶμα σανδαράκης, ἢ «πορτοκαλί», Ἡρόδ. 1. 98, Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· - ὡσαύτως σανδαραχώδης, ες, Ideler Φυσ. 2. 74.

Middle Liddell

σανδᾰράκῐνος, η, ον [from σᾰνδᾰράκη]
of orange colour, Hdt.