ὑστέρημα: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
mNo edit summary
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ysterima
|Transliteration C=ysterima
|Beta Code=u(ste/rhma
|Beta Code=u(ste/rhma
|Definition=ατος, τό, [[lack]], [[shortage]], [[shortcoming]], [[deficiency]], [[need]], [[LXX]] Ps.33(34).10, Ev.Luc.21.4, Corp.Herm. 13.1, etc.
|Definition=-ατος, τό, [[lack]], [[shortage]], [[shortcoming]], [[deficiency]], [[need]], [[LXX]] Ps.33(34).10, Ev.Luc.21.4, Corp.Herm. 13.1, etc.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[manque]], [[pénurie]], [[indigence]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑστερέω]].
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>das [[Nachstehen]], [[Nachteil]], [[Mangel]], [[Bedürfnis]]</i>, Sp., wie [[NT]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑστέρημα:''' ατος τό [[недостаток]], [[скудость]], [[нужда]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑστέρημα''': τὸ, [[ἔλλειψις]], [[ἀνάγκη]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΛΓ΄, 10), Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 4, κ. ἀλλ.
|lstext='''ὑστέρημα''': τὸ, [[ἔλλειψις]], [[ἀνάγκη]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΛΓ΄, 10), Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 4, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />manque, pénurie, indigence.<br />'''Étymologie:''' [[ὑστερέω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑστέρημα:''' -ατος, τό, [[έλλειμμα]], [[ανάγκη]], [[έλλειψη]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ὑστέρημα:''' -ατος, τό, [[έλλειμμα]], [[ανάγκη]], [[έλλειψη]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ὑστέρημα:''' ατος τό недостаток, скудость, нужда NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 09:38, 16 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑστέρημα Medium diacritics: ὑστέρημα Low diacritics: υστέρημα Capitals: ΥΣΤΕΡΗΜΑ
Transliteration A: hystérēma Transliteration B: hysterēma Transliteration C: ysterima Beta Code: u(ste/rhma

English (LSJ)

-ατος, τό, lack, shortage, shortcoming, deficiency, need, LXX Ps.33(34).10, Ev.Luc.21.4, Corp.Herm. 13.1, etc.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
manque, pénurie, indigence.
Étymologie: ὑστερέω.

German (Pape)

τό, das Nachstehen, Nachteil, Mangel, Bedürfnis, Sp., wie NT.

Russian (Dvoretsky)

ὑστέρημα: ατος τό недостаток, скудость, нужда NT.

Greek (Liddell-Scott)

ὑστέρημα: τὸ, ἔλλειψις, ἀνάγκη, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΛΓ΄, 10), Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 4, κ. ἀλλ.

English (Strong)

from ὑστερέω; a deficit; specially, poverty: that which is behind, (that which was) lack(-ing), penury, want.

English (Thayer)

ὑστερήματος, τό (ὑστερέω);
a. deficiency, that which is lacking: plural with a genitive of the thing whose deficiency is to be filled up, ἀνταναπληρόω, and θλῖψις under the end); τό ὑστέρημα with a genitive (or its equivalent) of the person, the absence of one, ὑμέτερον being taken objectively (Winer's Grammar, § 22,7; Buttmann, § 132,8); others take ὑμέτερον subjectively and render that which was lacking on your part); τό ὑμῶν ὑστέρημα τῆς πρός με λειτουργίας, your absence, owing to which something was lacking in the service conferred on me (by you), poverty, want, destitution: Judges 18:10, etc.; ecclesiastical writings).

Greek Monolingual

το / ὑστέρημα, -ήματος, ΝΜΑ ὑστερῶ
1. έλλειψη, έλλειμμα
2. φρ. «από το ὑστέρημά μου» και «ἐκ τοῦ ὑστερήματος» — από εκείνο που μόλις μού φτάνει, που μόλις επαρκεί για την συντήρησἠ μου
αρχ.
ένδεια, ανάγκη («φοβήθητε τὸν κύριον πάντες οἱ ἄγιοι αὐτοῦ, ὅτι οὐκ ἔστιν ὑστέρημα τοῖς φοβουμένοις αὐτόν», ΠΔ).

Greek Monotonic

ὑστέρημα: -ατος, τό, έλλειμμα, ανάγκη, έλλειψη, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ὑστέρημα, ατος, τό,
deficiency, need, want, NTest.

Chinese

原文音譯:Østšrhma 虛士帖雷馬
詞類次數:名詞(9)
原文字根:缺少(結果) 相當於: (מַחְסׄור‎)
字義溯源:不足,缺乏,缺少,缺欠,空缺,貧窮,缺點;源自(ὑστερέω)=趕不上,次等的),而 (ὑστερέω)出自(ὕστερος)=末後的), (ὕστερος)又出自(ὑπό)*=被,在⋯下)
出現次數:總共(9);路(1);林前(1);林後(4);腓(1);西(1);帖前(1)
譯字彙編
1) 不足(5) 路21:4; 林後8:14; 林後8:14; 腓2:30; 帖前3:10;
2) 缺乏(2) 林後9:12; 林後11:9;
3) 缺欠(1) 西1:24;
4) 空缺(1) 林前16:17