τρασιά: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1135.png Seite 1135]] ἡ, Horde, Darre, Flechtwerk, um Früchte, Käse, Feigen (Schol. Ar., Ael. H. A. 3, 10) u. dgl. darauf zu trocknen, VLL.; Soph. braucht es für Tenne, nach Zonar.; Ar. Nubb. 51 vrbdt ὄζων τρυγός, τρασιᾶς, ἐρίων περιουσίας.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1135.png Seite 1135]] ἡ, Horde, Darre, Flechtwerk, um Früchte, Käse, Feigen (Schol. Ar., Ael. H. A. 3, 10) u. dgl. darauf zu trocknen, VLL.; Soph. braucht es für Tenne, nach Zonar.; Ar. Nubb. 51 vrbdt ὄζων τρυγός, τρασιᾶς, ἐρίων περιουσίας.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />[[claie pour sécher les figues]].<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[ταρσός]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾰσιά:''' ἡ [[ταρσός]]<br /><b class="num">1</b> [[плетенка для просушки]] (плодов и проч.) Arph.;<br /><b class="num">2</b> [[гумно]] или [[сушилка]] Soph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰσιά''': ἡ, (ταρσὸς) [[ταρσός]], [[ἤτοι]] [[πλέγμα]] ἐκ καλάμων ἐφ’ οὗ ἐξήραινον τὰ σῦκα, ἢ [[ἁπλῶς]] ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] τὰ σῦκα ξηραίνονται, Ἀριστοφ. Νεφ. 50, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 135, Αἰλ. περὶ Ζ. 3. 10· ταρσιὰ παρὰ Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 35, «[[τρασιά]]· ἡ τῶν σύκων [[ψύκτρα]], παρὰ τὸ τερσαίνειν. [[ἤγουν]] [[τόπος]] [[ἔνθα]] ξηραίνουσιν αὐτὰ» Ἡσύχ., τερσιὰ παρ’ Ἰουλιανῷ. β) «τὸ [[ἄθροισμα]] τῶν σύκων» Πολυδ. Ζ΄, 144. 2) = [[ἅλως]], [[ἁλώνιον]], Σοφ. Ἀποσπ. 123· [[ὡσαύτως]], [[τόπος]] ἢ [[πλέγμα]] καλαμῶν πρὸς ξήρανσιν τυρῶν ἢ πλίνθων, Σουΐδ., Γρηγ. Κορίνθου σ. 514.
|lstext='''τρᾰσιά''': ἡ, (ταρσὸς) [[ταρσός]], [[ἤτοι]] [[πλέγμα]] ἐκ καλάμων ἐφ’ οὗ ἐξήραινον τὰ σῦκα, ἢ [[ἁπλῶς]] ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] τὰ σῦκα ξηραίνονται, Ἀριστοφ. Νεφ. 50, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 135, Αἰλ. περὶ Ζ. 3. 10· ταρσιὰ παρὰ Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 35, «[[τρασιά]]· ἡ τῶν σύκων [[ψύκτρα]], παρὰ τὸ τερσαίνειν. [[ἤγουν]] [[τόπος]] [[ἔνθα]] ξηραίνουσιν αὐτὰ» Ἡσύχ., τερσιὰ παρ’ Ἰουλιανῷ. β) «τὸ [[ἄθροισμα]] τῶν σύκων» Πολυδ. Ζ΄, 144. 2) = [[ἅλως]], [[ἁλώνιον]], Σοφ. Ἀποσπ. 123· [[ὡσαύτως]], [[τόπος]] ἢ [[πλέγμα]] καλαμῶν πρὸς ξήρανσιν τυρῶν ἢ πλίνθων, Σουΐδ., Γρηγ. Κορίνθου σ. 514.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />claie pour sécher les figues.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[ταρσός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰσιά:''' ἡ ([[ταρσός]]), [[κιβώτιο]], [[καφάσι]], πάνω στο οποίο ξέραιναν τα σύκα, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τρᾰσιά:''' ἡ ([[ταρσός]]), [[κιβώτιο]], [[καφάσι]], πάνω στο οποίο ξέραιναν τα σύκα, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾰσιά:''' ἡ [[ταρσός]]<br /><b class="num">1)</b> [[плетенка для просушки]] (плодов и проч.) Arph.;<br /><b class="num">2)</b> [[гумно или сушилка]] Soph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 15:00, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰσιά Medium diacritics: τρασιά Low diacritics: τρασιά Capitals: ΤΡΑΣΙΑ
Transliteration A: trasiá Transliteration B: trasia Transliteration C: trasia Beta Code: trasia/

English (LSJ)

ἡ, (ταρσός)
A hurdle, crate, whereon to dry figs, Eup.451, Ael.NA3.10; ταρσιή (Ion.) in Semon.39; cf. τερσιά.
b the dried figs themselves, Ar.Nu.50, Poll.7.144.
2 drying-place, for corn, S.Fr.118; also for cheese, Suid.; or for bricks, kiln, Greg.Cor.p.514 S.

German (Pape)

[Seite 1135] ἡ, Horde, Darre, Flechtwerk, um Früchte, Käse, Feigen (Schol. Ar., Ael. H. A. 3, 10) u. dgl. darauf zu trocknen, VLL.; Soph. braucht es für Tenne, nach Zonar.; Ar. Nubb. 51 vrbdt ὄζων τρυγός, τρασιᾶς, ἐρίων περιουσίας.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
claie pour sécher les figues.
Étymologie: DELG v. ταρσός.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰσιά:ταρσός
1 плетенка для просушки (плодов и проч.) Arph.;
2 гумно или сушилка Soph.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰσιά: ἡ, (ταρσὸς) ταρσός, ἤτοι πλέγμα ἐκ καλάμων ἐφ’ οὗ ἐξήραινον τὰ σῦκα, ἢ ἁπλῶςτόπος ἔνθα τὰ σῦκα ξηραίνονται, Ἀριστοφ. Νεφ. 50, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 135, Αἰλ. περὶ Ζ. 3. 10· ταρσιὰ παρὰ Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 35, «τρασιά· ἡ τῶν σύκων ψύκτρα, παρὰ τὸ τερσαίνειν. ἤγουν τόπος ἔνθα ξηραίνουσιν αὐτὰ» Ἡσύχ., τερσιὰ παρ’ Ἰουλιανῷ. β) «τὸ ἄθροισμα τῶν σύκων» Πολυδ. Ζ΄, 144. 2) = ἅλως, ἁλώνιον, Σοφ. Ἀποσπ. 123· ὡσαύτως, τόποςπλέγμα καλαμῶν πρὸς ξήρανσιν τυρῶν ἢ πλίνθων, Σουΐδ., Γρηγ. Κορίνθου σ. 514.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ, και ταρσιά και τερσιά και ιων. τ. ταρσιή Α
μσν.
τόπος ή πλέγμα από καλάμια για την ξήρανση τυριών ή πλίνθων
αρχ.
1. πλέγμα από καλάμια στο οποίο ξήραιναν τα σύκα
2. τόπος ξήρανσης των σύκων
3. αλώνι
4. (κατά τον Πολύδ.) «τὸ ἄθροισμα τῶν σύκων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τρασιά / ταρσιά ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα tŗs- της ΙΕ ρίζας ters- «ξηραίνω, στεγνώνω» (βλ. λ. ταρσός, τέρσομαι) με απόδοση του φωνηεντικού -ŗ ως -αρ- και -ρα-. Ο τ. τερσιά κατά το τέρσομαι.

Greek Monotonic

τρᾰσιά: ἡ (ταρσός), κιβώτιο, καφάσι, πάνω στο οποίο ξέραιναν τα σύκα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τρᾰσιά, ἡ, ταρσός
a crate, whereon to dry figs, Ar.

Frisk Etymology German

τρασιά: {trasiá}
See also: s. ταρσός.
Page 2,919