εὐωδιάζω: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source
m (Text replacement - "']]" to "]]'")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evodiazo
|Transliteration C=evodiazo
|Beta Code=eu)wdia/zw
|Beta Code=eu)wdia/zw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[have a sweet savour]], '[[bouquet]]', οἶνος -άζων <span class="bibl">LXX <span class="title">Za.</span>9.17</span>: c. acc. cogn., <b class="b3">ὀσμὴν εὐ</b>. [[emit a sweet]] savour, ib.<span class="bibl"><span class="title">Si.</span>39.14</span>:—Pass., to [[be fragrant]], <span class="bibl">Str.15.2.3</span>, Dsc.2.76.8.</span>
|Definition=[[have a sweet savour]], '[[bouquet]]', οἶνος -άζων [[LXX]] ''Za.''9.17: c. acc. cogn., <b class="b3">ὀσμὴν εὐ.</b> [[emit a sweet]] savour, ib.''Si.''39.14:—Pass., to [[be fragrant]], Str.15.2.3, Dsc.2.76.8.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐωδιάζω Medium diacritics: εὐωδιάζω Low diacritics: ευωδιάζω Capitals: ΕΥΩΔΙΑΖΩ
Transliteration A: euōdiázō Transliteration B: euōdiazō Transliteration C: evodiazo Beta Code: eu)wdia/zw

English (LSJ)

have a sweet savour, 'bouquet', οἶνος -άζων LXX Za.9.17: c. acc. cogn., ὀσμὴν εὐ. emit a sweet savour, ib.Si.39.14:—Pass., to be fragrant, Str.15.2.3, Dsc.2.76.8.

German (Pape)

[Seite 1111] wohlriechend machen, Sp.; ὀσμήν, einen Wohlgeruch von sich geben, LXX. – Pass. wohlriechend sein, angenehm duften, Strab. XV, 721; Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

εὐωδιάζω: κάμνω τι νὰ γίνῃ εὐῶδες, νὰ «μοσχοβολᾷ», Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 144, 178, 256, Κλήμ. Ἀλ. 933, 12· καὶ γῆν εὐωδιάζοντες συγκράτοις εὐοδμίαις Κωνστ. Μανασσ. Χρον. 83, κλ. 2) ἐκπέμπω εὐωδίαν, εἶμαι εὐώδης, ὡς καὶ νῦν, Θεόδ. Στουδ. σ. 442, «ἄνθη καλλίπνοα εὐωδιάζοντα» Ἡσύχ. ἐν λ. κρίνα. Παθ., εὐωδιαζομένην ἅμα καὶ ὑγιεινότερον τὸν ἀέρα ἔχουσαν παρὰ τοῦτο Στράβ. 721· τὸ δὲ ὀρνίθειον καὶ χήνειον στέαρ οὕτως ἂν εὐωδιασθῃ Διόσκ. 2. 91.

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐωδιάζω) ευωδία
1. αναδίδω ευωδιά, μυρίζω όμορφα, μοσχοβολώ
2. (μτβ.) προσδίδω ευωδιά σε κάποιον ή σε κάτι, τον κάνω να μοσχοβολά («γαλάζια πεταλούδα που ευώδιασε τον ύπνο της», Σολωμ.)
αρχ.
παθ. εὐωδιάζομαι
μοσχοβολώ.