παροιμιάζω: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - " :" to ":") |
|||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paroimiazo | |Transliteration C=paroimiazo | ||
|Beta Code=paroimia/zw | |Beta Code=paroimia/zw | ||
|Definition=τὸν Σαλομῶντα παροιμιάζω< | |Definition=τὸν Σαλομῶντα παροιμιάζω<br><span class="bld">A</span> [[cite]] the Proverbs of [[Solomon]], [[LXX]] 4 ''Ma.''18.16:—Med., [[make proverbial]], ὁ τὸν θεὸν πρῶτον παροιμιασάμενος [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''818b:—Pass., [[pass into a proverb]], [[become proverbial]], ὁ παροιμιαζόμενος λόγος Id.''Phlb.''45d; τὸ περὶ τῆς [[Λιβύη]]ς παροιμιαζὀμενον Arist. ''GA''746b7; ὁ π. διὰ πικρότητα κόρχορος [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 7.7.2; [[τὸ παροιμιαζόμενον]] = [[as the proverb goes]], Plu.2.95 of; <b class="b3">ὥστε π. πρὸς προσποιουμένους</b> it is [[proverbial]] of [[pretender]]s, Str. 10.4.17.<br><span class="bld">II</span> Med., [[speak in proverbs]], Pl.''Hp.Ma.''301c, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1129b29; [[οἱ παροιμιαζόμενοι]] = [[people who quote proverbs]], Pl. ''Tht.'' 162c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0525.png Seite 525]] zum Sprichwort machen, gew. im med. sich eines sprichwörtlichen Ausdrucks bedienen, im Sprichwort sagen, Plat. Theaet. 162 c Hipp. mai. 301 c; Arist. eth. 5, 1, 3 u. Folgde, wie Luc. Herm. 69. – Auch pass., ὁ παροιμιαζόμενος [[λόγος]], Plat. Phil. 45 d; τὸ παροιμιαζόμενον [[περί]] τινος, das sprichwörtlich Gewordene, Arist. gen. anim. 2, 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0525.png Seite 525]] zum Sprichwort machen, gew. im med. sich eines sprichwörtlichen Ausdrucks bedienen, im Sprichwort sagen, Plat. Theaet. 162 c Hipp. mai. 301 c; Arist. eth. 5, 1, 3 u. Folgde, wie Luc. Herm. 69. – Auch pass., ὁ παροιμιαζόμενος [[λόγος]], Plat. Phil. 45 d; τὸ παροιμιαζόμενον [[περί]] τινος, das sprichwörtlich Gewordene, Arist. gen. anim. 2, 7. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=faire passer en proverbe ; <i>Pass.</i> être employé proverbialement, passer <i>ou</i> être passé en proverbe : τὸ παροιμιαζόμενον PLUT selon le proverbe;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[παροιμιάζομαι]] parler par proverbes.<br />'''Étymologie:''' [[παροιμία]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=παροιμιάζω [παροιμία] spreekwoordelijk maken; ook med..; ὁ τὸν θεὸν πρῶτον παροιμιασάμενος degene die als eerste de godheid in het spreekwoord gebruikte Plat. Lg. 818b; pass. spreekwoordelijk worden:. ὁ παροιμιαζόμενος... λόγος de spreekwoordelijke uitdrukking Plat. Phlb. 45d. med., abs. in spreekwoorden spreken:. παροιμιαζόμενοί φαμεν we gebruiken het spreekwoord Aristot. EN 1129b29. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 25: | ||
|lsmtext='''παροιμιάζω:''' μέλ. <i>—σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] ως [[παροιμία]]· — Παθ., [[γίνομαι]] [[παροιμιώδης]], σε Πλατ. ΙI. Μέσ., [[μιλώ]] με ρητά ή γνωμικά, στον ίδ. | |lsmtext='''παροιμιάζω:''' μέλ. <i>—σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] ως [[παροιμία]]· — Παθ., [[γίνομαι]] [[παροιμιώδης]], σε Πλατ. ΙI. Μέσ., [[μιλώ]] με ρητά ή γνωμικά, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''παροιμιάζω''': ποιῶ τι παροιμιῶδες, Πλάτ. Νόμ. 818Β, ἐν τῷ μέσῳ. -Παθητ., [[μεταβαίνω]] εἰς παροιμίαν, [[γίνομαι]] [[παροιμιώδης]], ὁ παροιμιαζόμενος [[λόγος]] ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 45D· τὸ περὶ τῆς Λιβύης π. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 12· ὁ παρ. διὰ τὴν πικρότητα [[κόρχορος]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 2· τὸ π., ὡς λέγει ἠ [[παροιμία]], Πλούτ. 2. 950F· [[ὥστε]] καὶ παροιμιάζεσθαι πρὸς τοὺς προσποιουμένους μὴ εἰδέναι ἃ ἴσασιν «ὁ Κρὴς ἀγνοεῖ τὴν θάλασσαν», [[ὥστε]] [[εἶναι]] παροιμιῶδες ἐπὶ τῶν προσποιουμένων, κλ., Στράβ. 481· τὸν Σολομῶντα π., μνημονεύειν τὰς παροιμίας τοῦ Σ., Ἰωσήπ. Μακκ. 18. 16. ΙΙ. Μέσ., μεταχειρίζομαι παροιμίαν, ὁμιλῶ ἐν παροιμίαις, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 301C, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 5. 1, 15· παροιμιαζόμενοι, οἱ ἐν παροιμίαις λαλοῦντες, Πλάτ. Θεαίτ. 162C. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 367. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. σω<br /><b class="num">I.</b> to make [[proverbial]]:—Pass. to [[pass]] [[into]] a [[proverb]], [[become]] [[proverbial]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> Mid. to [[speak]] in proverbs, Plat. | |mdlsjtxt=fut. σω<br /><b class="num">I.</b> to make [[proverbial]]:—Pass. to [[pass]] [[into]] a [[proverb]], [[become]] [[proverbial]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> Mid. to [[speak]] in proverbs, Plat. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:16, 23 March 2024
English (LSJ)
τὸν Σαλομῶντα παροιμιάζω
A cite the Proverbs of Solomon, LXX 4 Ma.18.16:—Med., make proverbial, ὁ τὸν θεὸν πρῶτον παροιμιασάμενος Pl.Lg.818b:—Pass., pass into a proverb, become proverbial, ὁ παροιμιαζόμενος λόγος Id.Phlb.45d; τὸ περὶ τῆς Λιβύης παροιμιαζὀμενον Arist. GA746b7; ὁ π. διὰ πικρότητα κόρχορος Thphr. HP 7.7.2; τὸ παροιμιαζόμενον = as the proverb goes, Plu.2.95 of; ὥστε π. πρὸς προσποιουμένους it is proverbial of pretenders, Str. 10.4.17.
II Med., speak in proverbs, Pl.Hp.Ma.301c, Arist.EN1129b29; οἱ παροιμιαζόμενοι = people who quote proverbs, Pl. Tht. 162c.
German (Pape)
[Seite 525] zum Sprichwort machen, gew. im med. sich eines sprichwörtlichen Ausdrucks bedienen, im Sprichwort sagen, Plat. Theaet. 162 c Hipp. mai. 301 c; Arist. eth. 5, 1, 3 u. Folgde, wie Luc. Herm. 69. – Auch pass., ὁ παροιμιαζόμενος λόγος, Plat. Phil. 45 d; τὸ παροιμιαζόμενον περί τινος, das sprichwörtlich Gewordene, Arist. gen. anim. 2, 7.
French (Bailly abrégé)
faire passer en proverbe ; Pass. être employé proverbialement, passer ou être passé en proverbe : τὸ παροιμιαζόμενον PLUT selon le proverbe;
Moy. παροιμιάζομαι parler par proverbes.
Étymologie: παροιμία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροιμιάζω [παροιμία] spreekwoordelijk maken; ook med..; ὁ τὸν θεὸν πρῶτον παροιμιασάμενος degene die als eerste de godheid in het spreekwoord gebruikte Plat. Lg. 818b; pass. spreekwoordelijk worden:. ὁ παροιμιαζόμενος... λόγος de spreekwoordelijke uitdrukking Plat. Phlb. 45d. med., abs. in spreekwoorden spreken:. παροιμιαζόμενοί φαμεν we gebruiken het spreekwoord Aristot. EN 1129b29.
Greek Monolingual
Α παροιμία
1. μέσ. παροιμιάζομαι
α) κάνω κάτι παροιμία, καθιστώ κάτι παροιμιώδες («ὁ τὸν θεὸν πρῶτον παροιμιασάμενος», Πλάτ.)
β) μιλώ με παροιμίες, εκφράζω κάτι με παροιμίες, κάνω χρήση παροιμίας για να εκφράσω κάτι («τοιαυτά φασιν ἄνθρωποι ἑκάστοτε παροιμιαζόμενοι», Πλάτ.)
2. παθ. είμαι ή γίνομαι παροιμιώδης, λέγομαι ως παροιμία («τὸ περί τῆς Λιβύης παροιμιαζὀμενον», Αριστοτ.)
3. φρ. α) «παροιμιάζεσθαι» — είναι παροιμιώδες, έχει γίνει παροιμία
β) «τὸ παροιμιαζομενν» — αυτό που λέγεται ως παροιμία, καθώς λοέγει η παροιμία
γ) «τὸν Σολομῶντα ἐπαροιμίαζεν» — μνημόνευε, παρέθετε, ανέφερε τις παροιμίες του Σολομώντος (ΠΔ).
Greek Monotonic
παροιμιάζω: μέλ. —σω,
I. κάνω κάτι ως παροιμία· — Παθ., γίνομαι παροιμιώδης, σε Πλατ. ΙI. Μέσ., μιλώ με ρητά ή γνωμικά, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
παροιμιάζω: ποιῶ τι παροιμιῶδες, Πλάτ. Νόμ. 818Β, ἐν τῷ μέσῳ. -Παθητ., μεταβαίνω εἰς παροιμίαν, γίνομαι παροιμιώδης, ὁ παροιμιαζόμενος λόγος ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 45D· τὸ περὶ τῆς Λιβύης π. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 12· ὁ παρ. διὰ τὴν πικρότητα κόρχορος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 2· τὸ π., ὡς λέγει ἠ παροιμία, Πλούτ. 2. 950F· ὥστε καὶ παροιμιάζεσθαι πρὸς τοὺς προσποιουμένους μὴ εἰδέναι ἃ ἴσασιν «ὁ Κρὴς ἀγνοεῖ τὴν θάλασσαν», ὥστε εἶναι παροιμιῶδες ἐπὶ τῶν προσποιουμένων, κλ., Στράβ. 481· τὸν Σολομῶντα π., μνημονεύειν τὰς παροιμίας τοῦ Σ., Ἰωσήπ. Μακκ. 18. 16. ΙΙ. Μέσ., μεταχειρίζομαι παροιμίαν, ὁμιλῶ ἐν παροιμίαις, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 301C, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 5. 1, 15· παροιμιαζόμενοι, οἱ ἐν παροιμίαις λαλοῦντες, Πλάτ. Θεαίτ. 162C. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 367.
Middle Liddell
fut. σω
I. to make proverbial:—Pass. to pass into a proverb, become proverbial, Plat.
II. Mid. to speak in proverbs, Plat.