προήκης: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
m (Text replacement - " :" to ":")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proikis
|Transliteration C=proikis
|Beta Code=proh/khs
|Beta Code=proh/khs
|Definition=ες, ([[ἀκή]] A) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[pointed]], ἐρετμά <span class="bibl">Od.12.205</span>.</span>
|Definition=προήκες, ([[ἀκή]] A) [[pointed]], ἐρετμά Od.12.205.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0723.png Seite 723]] ες, vorn zugespitzt, ἐρετμά, Od. 12, 205; Andere erkl. es προὔχων, vorragend.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0723.png Seite 723]] ες, vorn zugespitzt, ἐρετμά, Od. 12, 205; Andere erkl. es προὔχων, vorragend.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''προήκης''': -ες, (ἀκὴ) ὁ προτεταμένος καὶ προέχων τῆς [[νεώς]], ἐπὶ κώπης, [[ἐπεὶ]] οὐκέτ’ ἐρετμὰ προήκεα χερσὶν ἔπειγον Ὀδ. Μ. 205.
|btext=ης, ες:<br />qui s'allonge <i>ou</i> se termine en pointe.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀκή]].
}}
{{elnl
|elnltext=προήκης -ες &#91;[[πρό]], [[ἀκή]]] [[in een punt uitlopend]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ης, ες:<br />qui s’allonge <i>ou</i> se termine en pointe.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀκή]].
|elrutext='''προήκης:''' [[заостренный спереди]], [[остроконечный]] (ἐρετμά Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''προήκης:''' -ες, ([[ἀκή]]), αυτός που έχει προβεβλημένη ή προεξέχουσα [[αιχμή]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''προήκης:''' -ες, ([[ἀκή]]), αυτός που έχει προβεβλημένη ή προεξέχουσα [[αιχμή]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προήκης:''' [[заостренный спереди]], [[остроконечный]] (ἐρετμά Hom.).
|lstext='''προήκης''': -ες, (ἀκὴ) ὁ προτεταμένος καὶ προέχων τῆς [[νεώς]], ἐπὶ κώπης, [[ἐπεὶ]] οὐκέτ’ ἐρετμὰ προήκεα χερσὶν ἔπειγον Ὀδ. Μ. 205.
}}
{{elnl
|elnltext=προήκης -ες [πρό, ἀκή] in een punt uitlopend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προ-ήκης, ες [ἀκή]<br />[[pointed]] in [[front]], Od.
|mdlsjtxt=προ-ήκης, ες [ἀκή]<br />[[pointed]] in [[front]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 12:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προήκης Medium diacritics: προήκης Low diacritics: προήκης Capitals: ΠΡΟΗΚΗΣ
Transliteration A: proḗkēs Transliteration B: proēkēs Transliteration C: proikis Beta Code: proh/khs

English (LSJ)

προήκες, (ἀκή A) pointed, ἐρετμά Od.12.205.

German (Pape)

[Seite 723] ες, vorn zugespitzt, ἐρετμά, Od. 12, 205; Andere erkl. es προὔχων, vorragend.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui s'allonge ou se termine en pointe.
Étymologie: πρό, ἀκή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προήκης -ες [πρό, ἀκή] in een punt uitlopend.

Russian (Dvoretsky)

προήκης: заостренный спереди, остроконечный (ἐρετμά Hom.).

English (Autenrieth)

ες (ἀκή): sharp in front, with sharp blades, Od. 12.205†.

Greek Monolingual

-όηκες, Α προήκω
(για κουπί) αυτό που είναι προτεταμένο και προεξέχει του πλοίου.

Greek Monotonic

προήκης: -ες, (ἀκή), αυτός που έχει προβεβλημένη ή προεξέχουσα αιχμή, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

προήκης: -ες, (ἀκὴ) ὁ προτεταμένος καὶ προέχων τῆς νεώς, ἐπὶ κώπης, ἐπεὶ οὐκέτ’ ἐρετμὰ προήκεα χερσὶν ἔπειγον Ὀδ. Μ. 205.

Middle Liddell

προ-ήκης, ες [ἀκή]
pointed in front, Od.