ἑξέτης: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksetis | |Transliteration C=eksetis | ||
|Beta Code=e(ce/ths | |Beta Code=e(ce/ths | ||
|Definition= | |Definition=ἑξέτες,<br><span class="bld">A</span> [[six years old]], ἵππον.. ἑξέτε' ἀδμήτην Il.23.266, cf. 655, Pi.''N.''3.49, Ar.''Nu.''862:—fem. ἑξέτις, μετὰ τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν Pl. ''Lg.''794c.<br><span class="bld">II</span> [[lasting six years]], ἀρχή Lys.30.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0879.png Seite 879]] ες, sechsjährig; ἵππον ἑξέτεα Il. 23, 266, wo Spitzner über den Accent zu vergleichen; Pind. N. 3, 47; ἑξέτει σοι Ar. Nubb. 852; μετὰ τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν Plat. Legg. VII, 794 c; aber ibd. 793 e schreibt Bekker ἑξετεῖ. – Auch [[ἑξέτης]], ου, ὁ? | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0879.png Seite 879]] ες, sechsjährig; ἵππον ἑξέτεα Il. 23, 266, wo Spitzner über den Accent zu vergleichen; Pind. N. 3, 47; ἑξέτει σοι Ar. Nubb. 852; μετὰ τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν Plat. Legg. VII, 794 c; aber ibd. 793 e schreibt Bekker ἑξετεῖ. – Auch [[ἑξέτης]], ου, ὁ? | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> [[âgé de six ans]];<br /><b>2</b> [[qui dure six ans]].<br />'''Étymologie:''' [[ἕξ]], [[ἔτος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑξέτης:''' [[шестилетний]] Hom. etc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑξέτης''': -ες, ἓξ ἐτῶν ἡλικίαν ἔχων, ἵππον..., ἑξέτε᾿ ἀδμήτην Ἰλ. Ψ. 266, πρβλ. 655, Πίνδ. Ν. 3. 85, Ἀριστοφ. Νεφ. 862· ‒ [[ὡσαύτως]] θηλ. ἑξέτις, ιδος μετὰ τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν Πλάτ. Νόμοι 794C. ΙΙ. διαρκῶν ἓξ ἔτη, ἀρχὴ Λυσ. 183. 15. | |lstext='''ἑξέτης''': -ες, ἓξ ἐτῶν ἡλικίαν ἔχων, ἵππον..., ἑξέτε᾿ ἀδμήτην Ἰλ. Ψ. 266, πρβλ. 655, Πίνδ. Ν. 3. 85, Ἀριστοφ. Νεφ. 862· ‒ [[ὡσαύτως]] θηλ. ἑξέτις, ιδος μετὰ τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν Πλάτ. Νόμοι 794C. ΙΙ. διαρκῶν ἓξ ἔτη, ἀρχὴ Λυσ. 183. 15. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ἑξέτης]] | |sltr=[[ἑξέτης]] [[six]] [[year]] [[old]] σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν, [[ἑξέτης]] τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον (''[[sc.]]'' [[Ἀχιλλεύς]]) (N. 3.49) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑξέτης:''' -ες ([[ἔτος]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] έξι χρόνων, [[εξάχρονος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. | |lsmtext='''ἑξέτης:''' -ες ([[ἔτος]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] έξι χρόνων, [[εξάχρονος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 10:45, 25 August 2023
English (LSJ)
ἑξέτες,
A six years old, ἵππον.. ἑξέτε' ἀδμήτην Il.23.266, cf. 655, Pi.N.3.49, Ar.Nu.862:—fem. ἑξέτις, μετὰ τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν Pl. Lg.794c.
II lasting six years, ἀρχή Lys.30.2.
German (Pape)
[Seite 879] ες, sechsjährig; ἵππον ἑξέτεα Il. 23, 266, wo Spitzner über den Accent zu vergleichen; Pind. N. 3, 47; ἑξέτει σοι Ar. Nubb. 852; μετὰ τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν Plat. Legg. VII, 794 c; aber ibd. 793 e schreibt Bekker ἑξετεῖ. – Auch ἑξέτης, ου, ὁ?
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 âgé de six ans;
2 qui dure six ans.
Étymologie: ἕξ, ἔτος.
Russian (Dvoretsky)
ἑξέτης: шестилетний Hom. etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξέτης: -ες, ἓξ ἐτῶν ἡλικίαν ἔχων, ἵππον..., ἑξέτε᾿ ἀδμήτην Ἰλ. Ψ. 266, πρβλ. 655, Πίνδ. Ν. 3. 85, Ἀριστοφ. Νεφ. 862· ‒ ὡσαύτως θηλ. ἑξέτις, ιδος μετὰ τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν Πλάτ. Νόμοι 794C. ΙΙ. διαρκῶν ἓξ ἔτη, ἀρχὴ Λυσ. 183. 15.
English (Slater)
ἑξέτης six year old σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν, ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον (sc. Ἀχιλλεύς) (N. 3.49)
Greek Monolingual
ἐξέτης, -ες (θηλ. ἐξέτις) (Α)
1. εξαετής
2. αυτός που διαρκεί έξι χρόνια («ἀντὶ δὲ τεσσάρων μηνῶν ἑξέτη τὴν ἀρχὴν ἐποιήσατο», Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + -ετης (< έτος)].
Greek Monotonic
ἑξέτης: -ες (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία έξι χρόνων, εξάχρονος, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
Middle Liddell
ἑξ-έτης, ες ἔτος
six years old, Il., Ar.