ἐνστατικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "‘([\w\s]+)’" to "‘$1’") |
mNo edit summary |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enstatikos | |Transliteration C=enstatikos | ||
|Beta Code=e)nstatiko/s | |Beta Code=e)nstatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐνστατική, ἐνστατικόν,<br><span class="bld">A</span> [[setting oneself in the way]], [[stubborn]], [[savage]], of [[beast]]s, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''488b13.<br><span class="bld">II</span> [[opposing]], [[checking]], Plu.2.975a; <b class="b3">ἐνστατικὸν ταύτης τῆς ὁδοῦ</b> [[hinder]]ing from this [[course]], M.Ant.5.20. Adv. [[ἐνστατικῶς]], ''Glossaria'' on [[διασταδόν]], Sch.Opp.''H.''1.502.<br><span class="bld">III</span> [[able to find objections]], Arist.''Top.''164b3, ''Cael.''294b11; [[controversial]], [[ἐνέργεια]] Procl.''in Prm.''p.502S.; [[addicted to controversy]], Id.''in Alc.''p.23C.; [[οἱ ἐνστατικοί]] Grammarians [[who started difficulties]] in Homer, opp. [[λυτικός|λυτικοί]] or [[ἐπιλυτικός|ἐπιλυτικοί]], Eust.1166 fin.: [[ἐνστατικόν]], τό, [[objection]], [[obstacle]], Hermog.''Inv.''3.6. Adv. [[ἐνστατικῶς]] = [[with opposition]], [[with a polemical spirit]], [[obstinately]] ibid. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=ἐνστατική, ἐνστατικόν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[terco]], [[obstinado]], [[que ofrece resistencia]] de anim. y pers., Arist.<i>HA</i> 488<sup>b</sup>13, Cyr.Al.M.70.972B, Dam.<i>Hist.Phil</i>.32A<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[de resistencia]], [[resistente]] [[δύναμις]] ... ἐ. ... καὶ καρτερικὴ τῶν μελλόντων ... κινδύνων Eus.M.22.1013B<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἐνστατικόν]] = [[obstáculo]] τὸ τῆς ὁδοῦ ... ἐ. M.Ant.5.20.<br /><b class="num">2</b> [[adverso]], [[contrario]] (ὀρνίθων) [[σχήμα|σχήματα]] op. [[φορά]] ‘[[favorable]]’, Plu.2.975a.<br /><b class="num">II</b> lóg., ret. y rel. c. el lenguaje<br /><b class="num">1</b> de pers. [[capaz de encontrar objeciones]] Arist.<i>Top</i>.164<sup>b</sup>3, cf. <i>Cael</i>.294<sup>b</sup>11<br /><b class="num">•</b>subst. [[οἱ ἐνστατικοί]] = [[los polemistas]] ref. gramáticos que discutían sobre dificultades del texto homérico, Eust.1166.56.<br /><b class="num">2</b> de abstr. [[que produce controversia]] τὴν ἐνστατικὴν ἐνέργειαν οὑτωσὶ καλῶν Procl.<i>in Prm</i>.p.658, ἐπίρρημα Simp.<i>in Ph</i>.1340.32<br /><b class="num">•</b>[[amigo de la controversia]] τὸ τοιοῦτον ἐνστατικόν ἐστι καὶ φιλόνεικον Procl.<i>in Alc</i>.23<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἐνστατικόν]] = [[objeción]] Hermog.<i>Inu</i>.3.6 (p.138).<br /><b class="num">III</b> adv. [[ἐνστατικῶς]]<br /><b class="num">1</b> [[con resistencia]], [[con obstinación]] οὐδὲ τὸ πῦρ ἐστι φοβερὸν τοῖς ἐνστατικῶς ... διακειμένοις Gr.Nyss.<i>Mart</i>.2.161.11, cf. Const.<i>Ep</i>. en Eus.<i>HE</i> 10.5.21, Eust.953.60, comp. ἐνστατικωτέρως ἔχει πρὸς τὸ ἴδιον [[θέλημα]] Ephr.Syr.1.261C.<br /><b class="num">2</b> [[oponiéndose]], [[en competencia]] glos. a [[διασταδόν]] Sch.Opp.<i>H</i>.1.502.<br /><b class="num">3</b> ret. [[mediante objeción]], [[presentando objeciones]] Hermog.<i>Inu</i>.3.6 (p.137), Sopat.Rh.<i>Tract</i>.163.28. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0852.png Seite 852]] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0852.png Seite 852]] ἐνστατική, ἐνστατικόν, 1) [[sich entgegenstellend]], sich zur Wehre setzend, wie Arist. H. A. 1, 1 die Tiere eintheilt in πρᾷα καὶ δύσθυμα καὶ οὐκ ἐνστατικά u. θυμώδη καὶ ἐνστατικά; a. Sp. – 2) [[hindernd]], [[abhaltend]], τῆς ὁδοῦ, vom Wege, M. Anton. 5, 20; [[Schwierigkeiten]], [[Einwürfe]], Instanzen machend, Arist. u. Rhett.; dah. von Grammatikern, die gegen homerische Stellen Schwierigkeiten erhoben, <span class="ggns">Gegensatz</span> λυτικοί od. ἐπιλυτικοί; vgl. Wolf Proleg. CXLV u. Lehrs Aristarch. p. 205. – Adv. [[ἐνστατικῶς]], Rhett. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[qui se dresse contre]], [[qui fait obstacle]] : τῆς ὁδοῦ M.ANT qui barre le chemin.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνστάτης]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνστᾰτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[оказывающий сопротивление]] (ζῷα πρᾶα καὶ οὐκ ἐνστατικά Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[встречный]], [[препятствующий]] (πνεύματα Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[выдвигающий частые возражения]], [[придирчивый]] (ὁ [[διαλεκτικός]] Arst.): ἐ. διὰ τῶν ἐνστάσεων Arst. неистощимый в возражениях. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνστᾰτικός''': -η, -ον, Λατ. qui instat, ὁ ἐνιστάμενος, [[θυμώδης]], [[ἄγριος]], ἐπὶ ζῴων, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[πρᾶος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 32. ΙΙ. ἐναντιούμενος, ἐμποδίζων, Πλούτ. 2. 975Α· ἐνστ. τῆς ὁδοῦ Μ. Ἀντων. 5. 20. ΙΙΙ. ἱκανὸς εἰς τὸ εὑρίσκειν ἐνστάσεις, Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 9, π. Οὐρ. 2. 13, 15· οἱ ἐνστατικοί, οἱ γραμματικοί, οἱ ἐγείροντες ἐνστάσεις ἢ ἀντιλογίας κατὰ τοῦ Ὁμήρου· οἱ δὲ ἀνασκευάζοντες αὐτὰς ἐκαλοῦντο λυτικοὶ ἢ ἐπιλυτικοί, ἴδε Wolf. Proleg. σ. CXCV, Lehrs Ἀρίσταρχος 205. - Ἐπίρρ. -κῶς, «ἀνυπερθέτως» Ζωναρᾶς. | |lstext='''ἐνστᾰτικός''': -η, -ον, Λατ. qui instat, ὁ ἐνιστάμενος, [[θυμώδης]], [[ἄγριος]], ἐπὶ ζῴων, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[πρᾶος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 32. ΙΙ. ἐναντιούμενος, ἐμποδίζων, Πλούτ. 2. 975Α· ἐνστ. τῆς ὁδοῦ Μ. Ἀντων. 5. 20. ΙΙΙ. ἱκανὸς εἰς τὸ εὑρίσκειν ἐνστάσεις, Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 9, π. Οὐρ. 2. 13, 15· οἱ ἐνστατικοί, οἱ γραμματικοί, οἱ ἐγείροντες ἐνστάσεις ἢ ἀντιλογίας κατὰ τοῦ Ὁμήρου· οἱ δὲ ἀνασκευάζοντες αὐτὰς ἐκαλοῦντο λυτικοὶ ἢ ἐπιλυτικοί, ἴδε Wolf. Proleg. σ. CXCV, Lehrs Ἀρίσταρχος 205. - Ἐπίρρ. -κῶς, «ἀνυπερθέτως» Ζωναρᾶς. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐνστατικός]], -ή, -όν) [[ενστάτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνηθίζει να υποβάλλει ενστάσεις<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>)<br /><i>οἱ ἐνστατικοί</i><br />οι γραμματικοί που αμφισβητούσαν τη [[γνησιότητα]] ομηρικών χωρίων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για ζώα) [[άγριος]], [[ατίθασος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος εναντιώνεται σε [[κάτι]] ή εμποδίζει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να υποβάλλει ενστάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ένστατικῶς</i> (AM)<br />άγρια, με [[μανία]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐνστατικός]], -ή, -όν) [[ενστάτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνηθίζει να υποβάλλει ενστάσεις<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>)<br /><i>οἱ ἐνστατικοί</i><br />οι γραμματικοί που αμφισβητούσαν τη [[γνησιότητα]] ομηρικών χωρίων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για ζώα) [[άγριος]], [[ατίθασος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος εναντιώνεται σε [[κάτι]] ή εμποδίζει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να υποβάλλει ενστάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ένστατικῶς</i> (AM)<br />άγρια, με [[μανία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:18, 30 November 2024
English (LSJ)
ἐνστατική, ἐνστατικόν,
A setting oneself in the way, stubborn, savage, of beasts, Arist.HA488b13.
II opposing, checking, Plu.2.975a; ἐνστατικὸν ταύτης τῆς ὁδοῦ hindering from this course, M.Ant.5.20. Adv. ἐνστατικῶς, Glossaria on διασταδόν, Sch.Opp.H.1.502.
III able to find objections, Arist.Top.164b3, Cael.294b11; controversial, ἐνέργεια Procl.in Prm.p.502S.; addicted to controversy, Id.in Alc.p.23C.; οἱ ἐνστατικοί Grammarians who started difficulties in Homer, opp. λυτικοί or ἐπιλυτικοί, Eust.1166 fin.: ἐνστατικόν, τό, objection, obstacle, Hermog.Inv.3.6. Adv. ἐνστατικῶς = with opposition, with a polemical spirit, obstinately ibid.
Spanish (DGE)
ἐνστατική, ἐνστατικόν
I 1terco, obstinado, que ofrece resistencia de anim. y pers., Arist.HA 488b13, Cyr.Al.M.70.972B, Dam.Hist.Phil.32A
•de abstr. de resistencia, resistente δύναμις ... ἐ. ... καὶ καρτερικὴ τῶν μελλόντων ... κινδύνων Eus.M.22.1013B
•subst. τὸ ἐνστατικόν = obstáculo τὸ τῆς ὁδοῦ ... ἐ. M.Ant.5.20.
2 adverso, contrario (ὀρνίθων) σχήματα op. φορά ‘favorable’, Plu.2.975a.
II lóg., ret. y rel. c. el lenguaje
1 de pers. capaz de encontrar objeciones Arist.Top.164b3, cf. Cael.294b11
•subst. οἱ ἐνστατικοί = los polemistas ref. gramáticos que discutían sobre dificultades del texto homérico, Eust.1166.56.
2 de abstr. que produce controversia τὴν ἐνστατικὴν ἐνέργειαν οὑτωσὶ καλῶν Procl.in Prm.p.658, ἐπίρρημα Simp.in Ph.1340.32
•amigo de la controversia τὸ τοιοῦτον ἐνστατικόν ἐστι καὶ φιλόνεικον Procl.in Alc.23
•subst. τὸ ἐνστατικόν = objeción Hermog.Inu.3.6 (p.138).
III adv. ἐνστατικῶς
1 con resistencia, con obstinación οὐδὲ τὸ πῦρ ἐστι φοβερὸν τοῖς ἐνστατικῶς ... διακειμένοις Gr.Nyss.Mart.2.161.11, cf. Const.Ep. en Eus.HE 10.5.21, Eust.953.60, comp. ἐνστατικωτέρως ἔχει πρὸς τὸ ἴδιον θέλημα Ephr.Syr.1.261C.
2 oponiéndose, en competencia glos. a διασταδόν Sch.Opp.H.1.502.
3 ret. mediante objeción, presentando objeciones Hermog.Inu.3.6 (p.137), Sopat.Rh.Tract.163.28.
German (Pape)
[Seite 852] ἐνστατική, ἐνστατικόν, 1) sich entgegenstellend, sich zur Wehre setzend, wie Arist. H. A. 1, 1 die Tiere eintheilt in πρᾷα καὶ δύσθυμα καὶ οὐκ ἐνστατικά u. θυμώδη καὶ ἐνστατικά; a. Sp. – 2) hindernd, abhaltend, τῆς ὁδοῦ, vom Wege, M. Anton. 5, 20; Schwierigkeiten, Einwürfe, Instanzen machend, Arist. u. Rhett.; dah. von Grammatikern, die gegen homerische Stellen Schwierigkeiten erhoben, Gegensatz λυτικοί od. ἐπιλυτικοί; vgl. Wolf Proleg. CXLV u. Lehrs Aristarch. p. 205. – Adv. ἐνστατικῶς, Rhett.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui se dresse contre, qui fait obstacle : τῆς ὁδοῦ M.ANT qui barre le chemin.
Étymologie: ἐνστάτης.
Russian (Dvoretsky)
ἐνστᾰτικός:
1 оказывающий сопротивление (ζῷα πρᾶα καὶ οὐκ ἐνστατικά Arst.);
2 встречный, препятствующий (πνεύματα Plut.);
3 выдвигающий частые возражения, придирчивый (ὁ διαλεκτικός Arst.): ἐ. διὰ τῶν ἐνστάσεων Arst. неистощимый в возражениях.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνστᾰτικός: -η, -ον, Λατ. qui instat, ὁ ἐνιστάμενος, θυμώδης, ἄγριος, ἐπὶ ζῴων, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ πρᾶος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 32. ΙΙ. ἐναντιούμενος, ἐμποδίζων, Πλούτ. 2. 975Α· ἐνστ. τῆς ὁδοῦ Μ. Ἀντων. 5. 20. ΙΙΙ. ἱκανὸς εἰς τὸ εὑρίσκειν ἐνστάσεις, Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 9, π. Οὐρ. 2. 13, 15· οἱ ἐνστατικοί, οἱ γραμματικοί, οἱ ἐγείροντες ἐνστάσεις ἢ ἀντιλογίας κατὰ τοῦ Ὁμήρου· οἱ δὲ ἀνασκευάζοντες αὐτὰς ἐκαλοῦντο λυτικοὶ ἢ ἐπιλυτικοί, ἴδε Wolf. Proleg. σ. CXCV, Lehrs Ἀρίσταρχος 205. - Ἐπίρρ. -κῶς, «ἀνυπερθέτως» Ζωναρᾶς.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐνστατικός, -ή, -όν) ενστάτης
1. αυτός που συνηθίζει να υποβάλλει ενστάσεις
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.)
οἱ ἐνστατικοί
οι γραμματικοί που αμφισβητούσαν τη γνησιότητα ομηρικών χωρίων
αρχ.-μσν.
(για ζώα) άγριος, ατίθασος
αρχ.
1. όποιος εναντιώνεται σε κάτι ή εμποδίζει κάτι
2. ο ικανός να υποβάλλει ενστάσεις.
επίρρ...
ένστατικῶς (AM)
άγρια, με μανία.