χολέρα: Difference between revisions
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cholera | |Transliteration C=cholera | ||
|Beta Code=xole/ra | |Beta Code=xole/ra | ||
|Definition=Ion. | |Definition=Ion. [[χολέρη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[cholera]], a disease in which the humours of the body ([[χολή]], χολαί) are violently discharged by vomiting and [[stool]], Hp.''Coac.''117, ''Acut.'' (''Sp.'') 49, al., Aret.''SA''2.5; but,<br><span class="bld">2</span> [[ξηρὴ χολέρη]] = [[obstinate]] [[obstruction]], Hp.''Acut.'' (Sp.).48. (Fr. [[χολή]] acc. to Cels.4.18(11), but fr. [[χολάς]], Alex.Trall.8.1.)<br><span class="bld">2</span> [[nausea]], ἔσται ὑμῖν εἰς χολέραν [[LXX]] ''Nu.''11.20.<br><span class="bld">II</span> = [[χολέδρα]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1363.png Seite 1363]] ἡ, 1) eine Dachrinne, durch die das Regenwasser fließt. Dah. nach Alex. Trall. – 2) eine Krankheit, wobei die Feuchtigkeiten durch Erbrechen oder Stuhlgang mit Gewalt wie aus einer Rinne aus dem Leibe ausströmen. – Aber ξηρὰ [[χολέρα]] ist eine hartnäckige Verstopfung, wobei weder Koth noch Urin abgeht. – Die Krankheit scheint natürlicher von [[χολή]] abgeleitet zu werden, da bei ihr die gesammelte oder ausgetretene Galle abgeführt wird, Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1363.png Seite 1363]] ἡ, 1) eine Dachrinne, durch die das Regenwasser fließt. Dah. nach Alex. Trall. – 2) eine Krankheit, wobei die Feuchtigkeiten durch Erbrechen oder Stuhlgang mit Gewalt wie aus einer Rinne aus dem Leibe ausströmen. – Aber ξηρὰ [[χολέρα]] ist eine hartnäckige Verstopfung, wobei weder Koth noch Urin abgeht. – Die Krankheit scheint natürlicher von [[χολή]] abgeleitet zu werden, da bei ihr die gesammelte oder ausgetretene Galle abgeführt wird, Medic. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />choléra, <i>maladie</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. incertaine. | |btext=ας (ἡ) :<br />choléra, <i>maladie</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. incertaine. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χολέρα:''' предполож. ἡ [[холера]] Plut. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χολέρα''': (περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 355), ἡ γνωστὴ φθοροποιὸς [[νόσος]], καθ’ ἣν τὰ ὑγρὰ τοῦ σώματος, ([[χολή]], [[χολαὶ]]) ἐξέρχονται βιαίως ἐκ τοῦ σώματος δι’ ἐμέτου καὶ κενώσεων, Ἱππ. 134Ε, 404. 47, κ. ἀλλ., Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2, 5· ἐν ᾧ ξηρὰ [[χολέρα]] [[εἶναι]] ἰσχυρὰ [[ἔμφραξις]] τῆς κοιλίας, Ἱππ. 404. 55· ἴδε Foës Oec. (Τὴν ἐκ τοῦ χολὴ ἐτυμολογίαν ἔχει ὁ Κέλσος καὶ ἕτεροι· ὁ δὲ Ἀλέξ. Τραλλ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὸ [[χολάς]], [[χολάδες]]). ΙΙ. = [[σωλήν]], ἡ ὑδροχόη ἢ ὑδρορρόη ὀροφῆς, Ἡσύχ.· φέρεται χολέδρα, παρ’ Ἀρχιμήδ. σ. 145 Οx., Φίλων Βελοπ. σ. 98, Ὡραπόλλ. 1. 21. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. χολέρη Α<br />λοιμώδες και επιδημικό [[νόσημα]] που οφείλεται στο βακτήριο Vibrio cholerae και συνοδεύεται από [[διάρροια]] και χολώδεις εμέτους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δερματοπάθεια]] που παρουσιάζεται στα δάχτυλα ορισμένων επαγγελματιών, όπως βυρσοδεψών κ.ά., υπό [[μορφή]] εκχυμώσεων, και εξελίσσεται σε πολύ οδυνηρές εξελκώσεις<br /><b>2.</b> [[υβριστικός]] [[χαρακτηρισμός]] γυναίκας πολύ άσχημης και πολύ κακής<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ημεδαπή [[χολέρα]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[χολερίνη]]<br />β) «[[χολέρα]] τών ορνίθων» ή «[[χολέρα]] τών πτηνών»<br /><b>([[κτην]].)</b> [[λοιμώδης]] μεταδοτική [[νόσος]] η οποία προσβάλλει τα οικιακά πτηνά, [[ιδίως]] τις όρνιθες, και οφείλεται σε βακτηρίδιο του γένους [[παστερέλλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ναυτία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ξηρά]] [[χολέρα]]» — ισχυρή [[έμφραξη]] της κοιλιάς [[κατά]] την οποία δεν εκκρίνονται [[ούτε]] [[κόπρανα]] [[ούτε]] [[ούρα]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. όρος του ιατρικού λεξιλογίου, ο [[οποίος]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ερ</i>-<i>α</i>, όπως και άλλες ονομ. ασθενειών (<b>πρβλ.</b> <i>ἴκτ</i>-<i>ερ</i>-<i>ος</i>, <i>ὕδ</i>-<i>ερ</i>-<i>ος</i>). Κατά την [[αρχαιότητα]] η λ. ερμηνευόταν ως παρ. της λ. [[χολή]] ή της λ. [[χολάς]], [[άποψη]] η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανή τόσο από μορφολογική όσο και από σημασιολογική [[πλευρά]]. Αντίθετα, η [[άποψη]] νεώτερων μελετητών, σύμφωνα με την οποία η λ. [[χολέρα]] μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghal</i>- «[[ζημιά]], [[βλάβη]], [[σπάσιμο]]» και να συνδεθεί με το αρχ. ιρλδ. <i>galar</i> «[[αρρώστια]], [[λύπη]]» και το χεττιτ. <i>kallar</i> «[[κακός]], [[άσχημος]]», δεν θεωρείται πιθανή, λόγω του ότι η σημ. του ελλ. όρου [[είναι]] πολύ πιο συγκεκριμένη και ειδική]. | |mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. χολέρη Α<br />λοιμώδες και επιδημικό [[νόσημα]] που οφείλεται στο βακτήριο Vibrio cholerae και συνοδεύεται από [[διάρροια]] και χολώδεις εμέτους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δερματοπάθεια]] που παρουσιάζεται στα δάχτυλα ορισμένων επαγγελματιών, όπως βυρσοδεψών κ.ά., υπό [[μορφή]] εκχυμώσεων, και εξελίσσεται σε πολύ οδυνηρές εξελκώσεις<br /><b>2.</b> [[υβριστικός]] [[χαρακτηρισμός]] γυναίκας πολύ άσχημης και πολύ κακής<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ημεδαπή [[χολέρα]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[χολερίνη]]<br />β) «[[χολέρα]] τών ορνίθων» ή «[[χολέρα]] τών πτηνών»<br /><b>([[κτην]].)</b> [[λοιμώδης]] μεταδοτική [[νόσος]] η οποία προσβάλλει τα οικιακά πτηνά, [[ιδίως]] τις όρνιθες, και οφείλεται σε βακτηρίδιο του γένους [[παστερέλλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ναυτία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ξηρά]] [[χολέρα]]» — ισχυρή [[έμφραξη]] της κοιλιάς [[κατά]] την οποία δεν εκκρίνονται [[ούτε]] [[κόπρανα]] [[ούτε]] [[ούρα]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. όρος του ιατρικού λεξιλογίου, ο [[οποίος]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ερ</i>-<i>α</i>, όπως και άλλες ονομ. ασθενειών (<b>πρβλ.</b> <i>ἴκτ</i>-<i>ερ</i>-<i>ος</i>, <i>ὕδ</i>-<i>ερ</i>-<i>ος</i>). Κατά την [[αρχαιότητα]] η λ. ερμηνευόταν ως παρ. της λ. [[χολή]] ή της λ. [[χολάς]], [[άποψη]] η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανή τόσο από μορφολογική όσο και από σημασιολογική [[πλευρά]]. Αντίθετα, η [[άποψη]] νεώτερων μελετητών, σύμφωνα με την οποία η λ. [[χολέρα]] μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghal</i>- «[[ζημιά]], [[βλάβη]], [[σπάσιμο]]» και να συνδεθεί με το αρχ. ιρλδ. <i>galar</i> «[[αρρώστια]], [[λύπη]]» και το χεττιτ. <i>kallar</i> «[[κακός]], [[άσχημος]]», δεν θεωρείται πιθανή, λόγω του ότι η σημ. του ελλ. όρου [[είναι]] πολύ πιο συγκεκριμένη και ειδική]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{FriskDe | ||
| | |ftr='''χολέρα''': {kholéra}<br />'''Forms''': ion. -ρη<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Cholera]], [[Magenkrankheit mit Erbrechen und Durchfall]], ξηρὴ χ. [[Verstopfung]] (Hp., Aret.), [[Erbrechen]], [[Ekel]] (LXX). Nach H. auch = [[σωλήν]], δι’ οὗ τὸ [[ὕδωρ]] ἀπὸ τῶν κεράμων φέρεται ἐξακοντιζόμενον ( = [[χολέδρα]]; s. [[χολή]]).<br />'''Derivative''': Davon [[χολερικός]] ‘zur χ. gehörig, an der χ. leidend', -ώδης ’χ. -ähnlich, χ. verursachend', -ιάω ‘an d. χ. leiden’ (vorw. Mediz.).<br />'''Etymology''': Medizinischer Fachausdruck; zur Bildung vgl. [[ὑστέρα]] und Krankheitsnamen wie [[ἴκτερος]] und [[ὕδερος]], vielleicht Substantivierung mit Akzentverschiebung von *χολερός (Schwyzer 482). Als Grundwort empfiehlt sich aus formalen Gründen eher [[χολή]], [[χόλος]] (Celsus) als [[χολάς]] (Alex. Trall.). Air. ''galar'' n. [[Krankheit]], von Pedersen Vergl. Gramm. 2, 25 mit [[χολέρα]] verbunden, ist fernzuhalten (vgl. Pokorny 411).<br />'''Page''' 2,1109 | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mantoulidis | ||
| | |mantxt=Πιθανόν ἀπό τό [[χολή]]. Ἴσως ἀκόμα ἀπό τό [[χολάς]] πληθ. [[χολάδες]] (=[[ἔντερα]], [[ἐντόσθια]]). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη [[χολή]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:05, 25 August 2023
English (LSJ)
Ion. χολέρη, ἡ,
A cholera, a disease in which the humours of the body (χολή, χολαί) are violently discharged by vomiting and stool, Hp.Coac.117, Acut. (Sp.) 49, al., Aret.SA2.5; but,
2 ξηρὴ χολέρη = obstinate obstruction, Hp.Acut. (Sp.).48. (Fr. χολή acc. to Cels.4.18(11), but fr. χολάς, Alex.Trall.8.1.)
2 nausea, ἔσται ὑμῖν εἰς χολέραν LXX Nu.11.20.
II = χολέδρα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1363] ἡ, 1) eine Dachrinne, durch die das Regenwasser fließt. Dah. nach Alex. Trall. – 2) eine Krankheit, wobei die Feuchtigkeiten durch Erbrechen oder Stuhlgang mit Gewalt wie aus einer Rinne aus dem Leibe ausströmen. – Aber ξηρὰ χολέρα ist eine hartnäckige Verstopfung, wobei weder Koth noch Urin abgeht. – Die Krankheit scheint natürlicher von χολή abgeleitet zu werden, da bei ihr die gesammelte oder ausgetretene Galle abgeführt wird, Medic.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
choléra, maladie.
Étymologie: DELG étym. incertaine.
Russian (Dvoretsky)
χολέρα: предполож. ἡ холера Plut.
Greek (Liddell-Scott)
χολέρα: (περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 355), ἡ γνωστὴ φθοροποιὸς νόσος, καθ’ ἣν τὰ ὑγρὰ τοῦ σώματος, (χολή, χολαὶ) ἐξέρχονται βιαίως ἐκ τοῦ σώματος δι’ ἐμέτου καὶ κενώσεων, Ἱππ. 134Ε, 404. 47, κ. ἀλλ., Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2, 5· ἐν ᾧ ξηρὰ χολέρα εἶναι ἰσχυρὰ ἔμφραξις τῆς κοιλίας, Ἱππ. 404. 55· ἴδε Foës Oec. (Τὴν ἐκ τοῦ χολὴ ἐτυμολογίαν ἔχει ὁ Κέλσος καὶ ἕτεροι· ὁ δὲ Ἀλέξ. Τραλλ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὸ χολάς, χολάδες). ΙΙ. = σωλήν, ἡ ὑδροχόη ἢ ὑδρορρόη ὀροφῆς, Ἡσύχ.· φέρεται χολέδρα, παρ’ Ἀρχιμήδ. σ. 145 Οx., Φίλων Βελοπ. σ. 98, Ὡραπόλλ. 1. 21.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. χολέρη Α
λοιμώδες και επιδημικό νόσημα που οφείλεται στο βακτήριο Vibrio cholerae και συνοδεύεται από διάρροια και χολώδεις εμέτους
νεοελλ.
1. δερματοπάθεια που παρουσιάζεται στα δάχτυλα ορισμένων επαγγελματιών, όπως βυρσοδεψών κ.ά., υπό μορφή εκχυμώσεων, και εξελίσσεται σε πολύ οδυνηρές εξελκώσεις
2. υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας πολύ άσχημης και πολύ κακής
3. φρ. α) «ημεδαπή χολέρα»
ιατρ. η χολερίνη
β) «χολέρα τών ορνίθων» ή «χολέρα τών πτηνών»
(κτην.) λοιμώδης μεταδοτική νόσος η οποία προσβάλλει τα οικιακά πτηνά, ιδίως τις όρνιθες, και οφείλεται σε βακτηρίδιο του γένους παστερέλλα
αρχ.
1. ναυτία
2. φρ. «ξηρά χολέρα» — ισχυρή έμφραξη της κοιλιάς κατά την οποία δεν εκκρίνονται ούτε κόπρανα ούτε ούρα (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. όρος του ιατρικού λεξιλογίου, ο οποίος εμφανίζει επίθημα -ερ-α, όπως και άλλες ονομ. ασθενειών (πρβλ. ἴκτ-ερ-ος, ὕδ-ερ-ος). Κατά την αρχαιότητα η λ. ερμηνευόταν ως παρ. της λ. χολή ή της λ. χολάς, άποψη η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανή τόσο από μορφολογική όσο και από σημασιολογική πλευρά. Αντίθετα, η άποψη νεώτερων μελετητών, σύμφωνα με την οποία η λ. χολέρα μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα ghal- «ζημιά, βλάβη, σπάσιμο» και να συνδεθεί με το αρχ. ιρλδ. galar «αρρώστια, λύπη» και το χεττιτ. kallar «κακός, άσχημος», δεν θεωρείται πιθανή, λόγω του ότι η σημ. του ελλ. όρου είναι πολύ πιο συγκεκριμένη και ειδική].
Frisk Etymology German
χολέρα: {kholéra}
Forms: ion. -ρη
Grammar: f.
Meaning: Cholera, Magenkrankheit mit Erbrechen und Durchfall, ξηρὴ χ. Verstopfung (Hp., Aret.), Erbrechen, Ekel (LXX). Nach H. auch = σωλήν, δι’ οὗ τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῶν κεράμων φέρεται ἐξακοντιζόμενον ( = χολέδρα; s. χολή).
Derivative: Davon χολερικός ‘zur χ. gehörig, an der χ. leidend', -ώδης ’χ. -ähnlich, χ. verursachend', -ιάω ‘an d. χ. leiden’ (vorw. Mediz.).
Etymology: Medizinischer Fachausdruck; zur Bildung vgl. ὑστέρα und Krankheitsnamen wie ἴκτερος und ὕδερος, vielleicht Substantivierung mit Akzentverschiebung von *χολερός (Schwyzer 482). Als Grundwort empfiehlt sich aus formalen Gründen eher χολή, χόλος (Celsus) als χολάς (Alex. Trall.). Air. galar n. Krankheit, von Pedersen Vergl. Gramm. 2, 25 mit χολέρα verbunden, ist fernzuhalten (vgl. Pokorny 411).
Page 2,1109
Mantoulidis Etymological
Πιθανόν ἀπό τό χολή. Ἴσως ἀκόμα ἀπό τό χολάς πληθ. χολάδες (=ἔντερα, ἐντόσθια). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη χολή.