σύμπλεος: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - " αττιξ " to " ''Att.'' ") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sympleos | |Transliteration C=sympleos | ||
|Beta Code=su/mpleos | |Beta Code=su/mpleos | ||
|Definition=a, ον, [[quite full]], τινος of a thing, | |Definition=a, ον, [[quite full]], τινος of a thing, Hp.''Flat.''3 cod.M; Att. [[σύμπλεως]] X.''An.''1.2.22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />tout plein de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πλέος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύμπλεος''': -α, -ον, [[ὅλως]] [[πλήρης]], τινος, ἔκ τινος πράγματος, ἅπαν τὸ μεταξὺ γῆς τε καὶ οὐρανοῦ πνεύματος σύμπλεόν ἐστι Ἱππ. 296. 35· Ἀττ. σύμπλεως Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22 (κατὰ τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα ἀντὶ ἔμπλεως). | |lstext='''σύμπλεος''': -α, -ον, [[ὅλως]] [[πλήρης]], τινος, ἔκ τινος πράγματος, ἅπαν τὸ μεταξὺ γῆς τε καὶ οὐρανοῦ πνεύματος σύμπλεόν ἐστι Ἱππ. 296. 35· Ἀττ. σύμπλεως Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22 (κατὰ τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα ἀντὶ ἔμπλεως). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σύμ-πλεος, | |mdlsjtxt=σύμ-πλεος, ''Att.'' -πλεωσος, η, ον<br />[[quite]] [[full]], Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:41, 7 September 2024
English (LSJ)
a, ον, quite full, τινος of a thing, Hp.Flat.3 cod.M; Att. σύμπλεως X.An.1.2.22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout plein de, gén..
Étymologie: σύν, πλέος.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπλεος: -α, -ον, ὅλως πλήρης, τινος, ἔκ τινος πράγματος, ἅπαν τὸ μεταξὺ γῆς τε καὶ οὐρανοῦ πνεύματος σύμπλεόν ἐστι Ἱππ. 296. 35· Ἀττ. σύμπλεως Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22 (κατὰ τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα ἀντὶ ἔμπλεως).
Greek Monolingual
-έα, -ον και αττ. τ. σύμπλεως, -ων, Α
ο εντελώς γεμάτος με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -πλεος / -πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. περίπλεος / -ως].
Greek Monotonic
σύμπλεος: Αττ. -πλεως, -α, -ον, εντελώς γεμάτος, πλήρης, σε Ξεν.