φόβητρον: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
mNo edit summary |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fovitron | |Transliteration C=fovitron | ||
|Beta Code=fo/bhtron | |Beta Code=fo/bhtron | ||
|Definition=τό, [[scarecrow]], [[bugbear]], [[terror]], | |Definition=τό, [[scarecrow]], [[bugbear]], [[terror]], [[LXX]] ''Is.''19.17: elsewhere always in plural [[terrors]], Hp.''Morb.Sacr.''1 ([[si vera lectio|s.v.l.]]), Pl.''Ax.''367a, ''Ev.Luc.''21.11; <b class="b3">Τισιφόνης τὰ φόβητρα</b>, prob. [[tragic]] [[mask]]s of the Furies, ''AP''11.189 (Lucill.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1294.png Seite 1294]] τό, Schreckmittel, Plat. Ax. 367 a; Schreckbild, Scheusal, τὰ φόβητρα | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1294.png Seite 1294]] τό, [[Schreckmittel]], Plat. Ax. 367 a; [[Schreckbild]], [[Scheusal]], τὰ φόβητρα [[Τισιφόνη]]ς, vielleicht Masken, Lucill. 81 (XI, 183). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />[[épouvantail]];<br />[[NT]]: [[phénomène effrayant]], [[événement terrifiant]].<br />'''Étymologie:''' [[φοβέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φόβητρον:''' τό [[страшное явление]], [[пугало]], [[страшилище]] Plat., Luc., NT, Anth. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το / [[φόβητρον]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[πράγμα]], [[μέσο]] που προκαλεί φόβο, [[σκιάχτρο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[δύσμορφος]] [[άνθρωπος]], [[τέρας]], [[έκτρωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «Τισιφόνης τὰ φόβητρα»<br /><b>πιθ.</b> τα τραγικά προσωπεία τών Ερινυών (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φοβῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρο</i>(<i>ν</i>) (<b>πρβλ.</b> <i>θέλγη</i>-<i>τρο</i>[[ν]], <i>κίνη</i>-<i>τρο</i>[[ν]])]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φόβητρον''': τό, τὸ φόβου ποιητικόν, τὸ προξενοῦν φόβον, φοβερὸν [[πρᾶγμα]], Ἑβδ. (Ἠσαΐ. ΙΘ΄, 17)· ἀλλαχοῦ ἀεὶ ἐν τῷ πληθ., φοβερά, τρομερὰ πράγματα, Ἱππ. 303. 16, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Α, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 11· Τισιφόνης τὰ φόβητρα, πιθαν. τραγικὰ προσωπεῖα τῶν Ἐρινύων, Ἀνθ. Π. 11. 189. | |lstext='''φόβητρον''': τό, τὸ φόβου ποιητικόν, τὸ προξενοῦν φόβον, φοβερὸν [[πρᾶγμα]], Ἑβδ. (Ἠσαΐ. ΙΘ΄, 17)· ἀλλαχοῦ ἀεὶ ἐν τῷ πληθ., φοβερά, τρομερὰ πράγματα, Ἱππ. 303. 16, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Α, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 11· Τισιφόνης τὰ φόβητρα, πιθαν. τραγικὰ προσωπεῖα τῶν Ἐρινύων, Ἀνθ. Π. 11. 189. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φόβητρον:''' τό ([[φοβέω]]), [[σκιάχτρο]], αυτό που προξενεί φόβο, σε πληθ., τρομερά πράγματα, σε Πλατ., Κ.Δ. | |lsmtext='''φόβητρον:''' τό ([[φοβέω]]), [[σκιάχτρο]], αυτό που προξενεί φόβο, σε πληθ., τρομερά πράγματα, σε Πλατ., Κ.Δ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 11:32, 3 February 2024
English (LSJ)
τό, scarecrow, bugbear, terror, LXX Is.19.17: elsewhere always in plural terrors, Hp.Morb.Sacr.1 (s.v.l.), Pl.Ax.367a, Ev.Luc.21.11; Τισιφόνης τὰ φόβητρα, prob. tragic masks of the Furies, AP11.189 (Lucill.).
German (Pape)
[Seite 1294] τό, Schreckmittel, Plat. Ax. 367 a; Schreckbild, Scheusal, τὰ φόβητρα Τισιφόνης, vielleicht Masken, Lucill. 81 (XI, 183).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
épouvantail;
NT: phénomène effrayant, événement terrifiant.
Étymologie: φοβέω.
Russian (Dvoretsky)
φόβητρον: τό страшное явление, пугало, страшилище Plat., Luc., NT, Anth.
Greek Monolingual
το / φόβητρον, ΝΜΑ
1. πράγμα, μέσο που προκαλεί φόβο, σκιάχτρο
νεοελλ.
συνεκδ. δύσμορφος άνθρωπος, τέρας, έκτρωμα
αρχ.
φρ. «Τισιφόνης τὰ φόβητρα»
πιθ. τα τραγικά προσωπεία τών Ερινυών (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβῶ + επίθημα -τρο(ν) (πρβλ. θέλγη-τρον, κίνη-τρον)].
Greek (Liddell-Scott)
φόβητρον: τό, τὸ φόβου ποιητικόν, τὸ προξενοῦν φόβον, φοβερὸν πρᾶγμα, Ἑβδ. (Ἠσαΐ. ΙΘ΄, 17)· ἀλλαχοῦ ἀεὶ ἐν τῷ πληθ., φοβερά, τρομερὰ πράγματα, Ἱππ. 303. 16, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Α, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 11· Τισιφόνης τὰ φόβητρα, πιθαν. τραγικὰ προσωπεῖα τῶν Ἐρινύων, Ἀνθ. Π. 11. 189.
English (Strong)
neuter of a derivative of φοβέω; a frightening thing, i.e. terrific portent: fearful sight.
English (Thayer)
(or φοβηθρον (so L Tr WH; see WH's Appendix, p. 149)), φοβητρου, τό (φοβέω), that which strikes terror, a terror (cause of) fright: Plato, Ax., p. 367a.; Hippocrates, Lucian, others (but always in plural (Liddell and Scott)); for חָגָא, Isaiah 19:17.)
Greek Monotonic
φόβητρον: τό (φοβέω), σκιάχτρο, αυτό που προξενεί φόβο, σε πληθ., τρομερά πράγματα, σε Πλατ., Κ.Δ.
Middle Liddell
φόβητρον, ου, τό, φοβέω
a scarecrow, terror, in plural terrors, Plat., NTest.
Chinese
原文音譯:fÒbetron 賀卑特朗
詞類次數:名詞(1)
原文字根:懼怕 相當於: (חָגָּא) (פָּחַד)
字義溯源:可怕的事,可怕的異象;源自(φοβέομαι / φοβέω)=害怕),而 (φοβέομαι / φοβέω)出自(φόβος)=恐懼,可怕), (φόβος)又出自(φαῦλος)Y*=在懼怕中)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 可怕的異象(1) 路21:11